Εισαγωγή
Περιεχόμενα
- Εισαγωγή
- A. Πολιτικές και Προγράμματα
- A.1 Εθνικές πολιτικές απασχόλησης
- A.1.1 Ο Νόμος 2643/1998 σχετικά με τη «Μέριμνα για την απασχόληση προσώπων ειδικών κατηγοριών και άλλες διατάξεις»
- A.1.2 Προσλήψεις εκπαιδευτικών με αναπηρία
- A.1.3 Προστατευμένα Παραγωγικά Εργαστήρια
- A.1.4 Κοινωνική Οικονομία
- A.1.5 Τηλεργασία
- A.1.6 Προστασία επιδομάτων
- A.1.7 Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο για την Κοινωνική Ένταξη
- A.1 Εθνικές πολιτικές απασχόλησης
- B. Διεθνές θεσμικό πλαίσιο
- B.1 Ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο
- B.2 Εθνικό θεσμικό πλαίσιο
- B.2.1 Το Σύνταγμα
- B.2.2 Νόμος 2643/1998 «Μέριμνα για την απασχόληση προσώπων ειδικών κατηγοριών και άλλες διατάξεις»
- B.2.3 Προεδρικό Διάταγμα 6/1996 «Ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας στους χώρους εργασίας»
- B.2.4 Υπαλληλικός Κώδικας (νόμος 3528/2007, έτσι όπως τροποποιήθηκε με το νόμο 3839/2010)
- B.2.5 Νόμος 3996/2011 «Αναμόρφωση του Σώματος Επιθεωρητών Εργασίας, ρυθμίσεις θεμάτων Κοινωνικής Ασφάλισης και άλλες διατάξεις»
- B.2.6 Νόμος 4019/2011 «Κοινωνική Οικονομία και Κοινωνική Επιχειρηματικότητα και λοιπές διατάξεις»
- Β.2.7 Ενδεικτική νομοθεσία σχετική με την προσβασιμότητα στους εργασιακούς χώρους
- Β.2.7.1 N. 4067/2012 (ΦΕΚ 79Α/09.04.2012) – Νέος Οικοδομικός Κανονισμός
- Β.2.7.2 Ν. 4030/2011 (ΦΕΚ 249Α/25.11.2011) – Νέος τρόπος έκδοσης αδειών δόμησης, ελέγχου κατασκευών και λοιπές διατάξεις
- Β.2.7.3 Εγκύκλιος ΑΜΕΑ ΥΠΕΚΑ Α.Π.οικ 42382/16.07.2013 – Διευκρινίσεις για την εφαρμογή του άρθρου 26 του Νέου Οικοδομικού Κανονισμού (Ν.4067/2012) που αφορά στις ειδικές ρυθμίσεις για την προσβασιμότητα ΑμεΑ/ εμποδιζόμενων ατόμων
- Β.2.7.4 Εγκύκλιος 9 ΥΠΕΚΑ Α.Π. οικ. 29467/13.06.2012 – Διευκρινίσεις για την υποβολή μελέτης προσβασιμότητας για ΑμεΑ η οποία απαιτείται να εμπεριέχεται στις μελέτες που θα υποβάλλονται κατά την εφαρμογή του Νέου Οικοδομικού Κανονισμού Ν.4067 (ΦΕΚ 79/Α/2012)
- B.2.8 Μερικότερες ρυθμίσεις
- Πηγές
Στο παρόν κείμενο παρουσιάζεται συνοπτικά το διεθνές, ευρωπαϊκό και εθνικό θεσμικό πλαίσιο που διέπει τον τομέα της πρόσβασης στην απασχόληση.
Ο αναγνώστης μπορεί να έχει μια πληρέστερη εικόνα στο παραδοτέο Π2.1 του WorkAbility με τίτλο «Νομοθεσία, πολιτικές και πρακτικές σχετικές με την προσβασιμότητα.
A. Πολιτικές και Προγράμματα
A.1 Εθνικές πολιτικές απασχόλησης
A.1.1 Ο Νόμος 2643/1998 σχετικά με τη «Μέριμνα για την απασχόληση προσώπων ειδικών κατηγοριών και άλλες διατάξεις»
Η περιγραφή του νόμου προσεγγίστηκε λεπτομερώς στην ενότητα νομοθεσία. Σε αυτόν αναφέρεται ότι η προκήρυξη θέσεων θα γίνεται ετησίως, όπως αποτυπώνεται στο άρθρο 3 (δημόσιος τομέας ΝΠΔΔ και ΟΤΑ) και το άρθρο 2 (ιδιωτικός και ευρύτερος δημόσιος τομέας). Όμως, όπως έχει δείξει η εφαρμογή, προκηρύξεις έχουν γίνει για τα έτη 1998, 2002, 2004, 2008 και 2014.
Επιπλέον, υπήρξαν σοβαρές καθυστερήσεις για την τοποθέτηση των επιλαχόντων σε θέσεις εργασίας. Οι καθυστερήσεις αυτές διευθετήθηκαν το 2013, με το ΦΕΚ 3253/20-12-2013 περί «Καθορισμού της διαδικασίας τοποθέτησης των διοριστέων κατηγορίας ΔΕ και ΥΕ του Ν. 2643/1998»
Αναλυτικά:
« Άρθρο 1: Η τοποθέτηση των επιτυχόντων προστατευόμενων ατόμων του Ν. 2643/1998, από τις προκηρύξεις των Περιφερειακών Διευθύνσεων του ΟΑΕΔ των ετών 2004, 2008 και 2010, κατηγορίας Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΔΕ) και Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης (ΥΕ), όλων των κλάδων και ειδικοτήτων σε θέσεις Ο.Τ.Α. α΄ και β΄ βαθμού, δύναται να πραγματοποιηθεί σε κενές θέσεις άλλων υπηρεσιών και φορέων του δημοσίου στους νομούς που αυτοί έχουν τοποθετηθεί, ανάλογα με τις ανάγκες των υπηρεσιών και τα προσόντα των διοριστέων σύμφωνα με τις διατάξεις των επόμενων άρθρων.»
Έχει αποδειχτεί ότι η εφαρμογή του νόμου οδηγεί σε χρονοβόρες διαδικασίες. Όπως έχει ήδη αναφερθεί σε προηγούμενο κεφάλαιο, ο ΟΑΕΔ είναι ο αρμόδιος φορέας για την έκδοσή των προκηρύξεων, τη μοριοδότηση και την τοποθέτηση.
Τέλος, αν και με τη συγκεκριμένη νομοθεσία ήταν η πρώτη φόρα που έγινε λόγος για την προστασία των ευπαθών κοινωνικών ομάδων, για την προώθηση τους στην απασχόληση και την υποχρεωτική τοποθέτηση τους σε θέσεις εργασίας, εν τούτοις θεωρείται από την άλλη μεριά ότι είναι αντίθετη με την αρχή της μη διάκρισης, καθώς στιγματίζει τους συμμετέχοντες σ’ αυτό. Επιπλέον, η υποχρεωτικότητα των ποσοστώσεων δεν ευνοεί την ομαλή ενσωμάτωση των εργαζομένων στην αγορά εργασίας.
A.1.2 Προσλήψεις εκπαιδευτικών με αναπηρία
Στο άρθρο 2 του Νόμου 3699/2008 «Ειδική Αγωγή και Εκπαίδευση ατόμων με αναπηρία ή με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες», γίνεται ειδική αναφορά στους διορισμούς εκπαιδευτικών με αναπηρία τουλάχιστον εξήντα επτά τοις εκατό (67%) και εκπαιδευτικών που είναι γονείς παιδιών με αναπηρία εξήντα επτά τοις εκατό (67%) και άνω.
Επιπλέον, έπειτα από πάγιο αίτημα του αναπηρικού κινήματος για την πρόσληψη εκπαιδευτικών με αναπηρία στη γενική εκπαίδευση, αυτό υιοθετήθηκε με το άρθρο 8 του Νόμου 4283/2014:
Άρθρο 8: «Στο τέλος του άρθρου 9 του ν. 3848/2010 «Αναβάθμιση του ρόλου του εκπαιδευτικού – Καθιέρωση κανόνων αξιολόγησης και αξιοκρατίας στην εκπαίδευση και λοιπές διατάξεις» (Α’ 71) προστίθεται παράγραφος 15 ως εξής: 15. Για το σχολικό έτος 2014-2015 μπορούν να προσλαμβάνονται ως αναπληρωτές εκπαιδευτικοί στη Γενική Εκπαίδευση, σε ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%) κατά προτεραιότητα σε κάθε κλάδο και ειδικότητα, άτομα που είναι ικανά για εκπαιδευτικό έργο, σύμφωνα με το ν. 3528/2007 «Κύρωση του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.» (Α’ 26) και έχουν αναπηρία σε ποσοστό εξήντα επτά τοις εκατό (67%) και άνω, η οποία βεβαιώνεται με πιστοποιητικό του Κέντρου Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕ.Π.Α.) του ν. 3863/2010 (Α’ 115) και δεν συμπεριλαμβάνει παθήσεις ψυχικών διαταραχών σε οποιοδήποτε ποσοστό. Οι εκπαιδευτικοί αυτοί δεν μπορούν να τοποθετούνται σε ποσοστό άνω του δεκαπέντε τοις εκατό (15%) ανά σχολική μονάδα. Η παρούσα παράγραφος ισχύει από την 1.5.2015.»
A.1.3 Προστατευμένα Παραγωγικά Εργαστήρια
Μια εναλλακτική μορφή απασχόλησης είναι τα Προστατευμένα Παραγωγικά Εργαστήρια (Π.Π.Ε.). Η έννοια της προστατευμένης απασχόλησης ποικίλει σε διαφορετικά κράτη. Υπάρχουν χώρες στις όποιες οι εργαζόμενοι έχουν τα ίδια δικαιώματα όπως όλοι οι εργαζόμενοι, ενώ σε άλλες χώρες δεν ισχύει το ίδιο.
Στα Π.Π.Ε η εργασία επιβλέπεται-υποστηρίζεται από κάποιον επαγγελματία και είναι διαμορφωμένη ειδικά, σύμφωνα με τις ικανότητες του κάθε εργαζόμενου. Στόχος τους είναι η απόκτηση εμπειρίας αλλά και δεξιοτήτων των εργαζομένων, για συγκεκριμένες εργασίες που υπάρχουν στην αγορά εργασίας.
Στην Ελλάδα ο Νόμος 1836/1989 (Αρ. ΦΕΚ 79 Α΄/14.03.1989) «Προώθηση της απασχόλησης και της επαγγελματικής κατάρτισης και άλλες διατάξεις», έδωσε τη δυνατότητα ίδρυσης Παραγωγικών Ειδικών Κέντρων για τα άτομα μεταξύ των οποίων και για ανθρώπους με αναπηρία.
Επίσης, λόγος για τα ΠΠΕ γίνεται και στον Νόμο 2646/1998 «Ανάπτυξη του Εθνικού Συστήματος Κοινωνικής Φροντίδας και Άλλες Διατάξεις». Σε αυτό καθορίζονται οι προϋποθέσεις οργάνωσης και διοίκησης των εργαστηρίων.
A.1.4 Κοινωνική Οικονομία
Οι ορισμοί που έχουν δοθεί για την κοινωνική οικονομία είναι ποικίλοι όπως και οι τρόποι που αυτή έχει εφαρμοστεί. Ένας ορισμός όπως προτείνεται από την Αδάμ Σοφία (2014: 13): «Η κοινωνική οικονομία είναι μια μεγάλη οικογένεια που περιλαμβάνει μια πληθώρα πρακτικών, όπως οι συνεταιρισμοί, οι κοινωνίες αλληλοβοήθειας, οι σύλλογοι/ενώσεις προσώπων, τα κοινωφελή ιδρύματα και οι κοινωνικές επιχειρήσεις».
Οι επιχειρήσεις κοινωνικής οικονομίας αποτελούν αυτό που θεωρείται ως τρίτος τομέας της οικονομίας και βρίσκονται ανάμεσα στον ιδιωτικό, δημόσιο τομέα αλλά και την κοινωνία.
Έχουν μια δημοκρατική μορφή διοίκησης και λειτουργίας, προτεραιότητα τους δεν είναι η μεγιστοποίηση του κέρδους, ενώ έχουν ως στόχο ένα κοινωνικό σκοπό και συλλογικό όφελος.
Στην Ελλάδα η κοινωνική οικονομία θεσμοθετήθηκε ως μια πρώτη μορφή με το Νόμο 2716/1999 «Ανάπτυξη και Εκσυγχρονισμός των Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας και άλλες διατάξεις». Συγκεκριμένα, στο άρθρο 12 αναφέρονται οι Κοινωνικοί Συνεταιρισμοί Περιορισμένοι ευθύνης (Κοι.Σ.Π.Ε.) οι οποίοι αποβλέπουν στην κοινωνικό-οικονομική ενσωμάτωση και επαγγελματική ένταξη των ανθρώπων με σοβαρά ψυχοκοινωνικά προβλήματα. Είναι ΝΠΙΔ με περιορισμένη ευθύνη των μελών, έχουν εμπορική ιδιότητα, αποτελούν μονάδες Ψυχικής Υγείας και η μέριμνα και η εποπτεία τους ανήκει στο Υπουργείο Υγείας.
Το 2011 με το Νόμο 4019/2011 «Κοινωνική Οικονομία και Κοινωνική Επιχειρηματικότητα και λοιπές διατάξεις», θεσπίστηκαν οι Κοινωνικές Συνεταιριστικές Επιχειρήσεις (ΚΟΙΝΣΕΠ) ως μια νέα νομική μορφή κοινωνικών επιχειρήσεων στη χώρα, οι οποίες βάσει της νομοθεσίας διαχωρίστηκαν σε 3 είδη:
– ΚΟΙΝΣΕΠ Ένταξης,
– ΚΟΙΝΣΕΠ Κοινωνικής Φροντίδας,
– ΚΟΙΝΣΕΠ Συλλογικού και Παραγωγικού Σκοπού,
Επιπλέον, αποτυπώθηκε και η σημασία ορισμών όπως οι παρακάτω: κοινωνική οικονομία, συλλογικός σκοπός, ένταξη, ευπαθείς ομάδες πληθυσμού και κοινωνική φροντίδα.
Σε σχέση με την απασχόληση των ανθρώπων με αναπηρία, αυτή προσδιορίζεται κυρίως στην πρώτη μορφή των ΚΟΙΝΣΕΠ. Σύμφωνα με τη νομοθεσία οι ΚΟΙΝΣΕΠ ένταξης αφορούν στην ένταξη στην οικονομική και την κοινωνική ζωή των ατόμων από ευάλωτες ομάδες πληθυσμού. Σε αυτές θα πρέπει τουλάχιστον το 40% των εργαζομένων να ανήκουν υποχρεωτικά στην ομάδα αυτή.
Επιπρόσθετα, οι ΚΟΙΝΣΕΠ Κοινωνικής Φροντίδας στόχο έχουν την παραγωγή προϊόντων και την παροχή υπηρεσιών κοινωνικού προνοιακού χαρακτήρα σε συγκεκριμένες ομάδες πληθυσμού, όπως είναι τα άτομα με αναπηρία και τα άτομα με χρόνιες παθήσεις κ.τ.λ.
Στη συγκεκριμένη νομοθεσία προβλέπεται και η ίδρυση του Ταμείου Κοινωνικής Οικονομίας, το όποιο όμως μέχρι σήμερα δεν έχει ιδρυθεί. Σύμφωνα με τις τελευταίες δηλώσεις της αναπληρώτριας Υπουργού Εργασίας, μέσα στο 2016 το ταμείο θα συσταθεί. Σημαντικό μέρος των κεφαλαίων θα προέρχονται από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο και θα ενσωματώνονται σε αυτό όλα τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά εργαλεία.
A.1.5 Τηλεργασία
Το πλαίσιο της τηλεργασίας έχει οριστεί έπειτα από συμφωνία σχετικών ευρωπαϊκών οργανισμών, όπως Συνομοσπονδία Ευρωπαϊκών Συνδικάτων η Ευρωπαϊκή Εργοδοτική Οργάνωση Επιχειρήσεων Ιδιωτικού Τομέα, η Ευρωπαϊκή Οργάνωση Βιοτεχνών Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων και το Ευρωπαϊκό Κέντρο Δημόσιων επιχειρήσεων. Στην Ελλάδα ο θεσμός τέθηκε σε ισχύ με την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας του 2006 και 2007 (Π.Κ. 14/13-4-2006)
Επιπλέον, με το άρθρο 5 του Νόμου 386/2010 «Εγγυήσεις για την εργασιακή ασφάλεια και άλλες διατάξεις» ρυθμίστηκαν οι λεπτομέρειες καθώς και οι υποχρεώσεις του εργοδότη, όταν υπάρχει αλλαγή της κανονικής εργασίας σε τηλεργασία.
«1. Ο εργοδότης όταν καταρτίζει σύμβαση εργασίας για τηλεργασία, υποχρεούται να παραδίδει γραπτώς στον εργαζόμενο, μέσα σε οκτώ (8) ημέρες, το σύνολο των πληροφοριών που αναφέρονται στην εκτέλεση της εργασίας και ειδικότερα ως προς την ιεραρχική σύνδεση με τους προϊσταμένους του στην επιχείρηση, τα λεπτομερή καθήκοντά του, τον τρόπο υπολογισμού της αμοιβής, τον τρόπο μέτρησης του χρόνου εργασίας, την αποκατάσταση του κόστους που προκαλείται από την παροχή της (τηλεπικοινωνίες, εξοπλισμός, βλάβες συσκευών κ.λπ.). Αν στη σύμβαση περιέχεται συμφωνία για τηλε-ετοιμότητα ορίζονται τα χρονικά της όρια και οι προθεσμίες ανταπόκρισης του μισθωτού.
- Αν κανονική εργασία μετατρέπεται σε τηλεργασία, καθορίζεται στη συμφωνία αυτή μια περίοδος προσαρμογής τριών (3) μηνών, κατά την οποία οποιοδήποτε από τα μέρη, μετά από τήρηση προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών, μπορεί να θέσει τέλος στην τηλεργασία και ο μισθωτός να επιστρέψει στην εργασία του σε αντίστοιχη θέση με αυτήν που κατείχε.
- Ο εργοδότης αναλαμβάνει σε κάθε περίπτωση το κόστος που προκαλείται στον μισθωτό από τη μορφή αυτή εργασίας και ειδικότερα των τηλεπικοινωνιών.
Παρέχει στον μισθωτό τεχνική υποστήριξη για την παροχή της εργασίας του και αναλαμβάνει να αποκαταστήσει τις δαπάνες επισκευής των συσκευών που χρησιμοποιούνται για την εκτέλεσή της ή να τις αντικαταστήσει σε περίπτωση βλάβης. Η υποχρέωση αυτή αφορά και στις συσκευές που ανήκουν στον μισθωτό, εκτός εάν στη σύμβαση ή στη σχέση εργασίας ορίζεται διαφορετικά. Στη σύμβαση ή στη σχέση εργασίας ορίζεται ο τρόπος χρηματικής αποκατάστασης εκ μέρους του εργοδότη της χρησιμοποίησης του οικιακού χώρου εργασίας του μισθωτού. Με συλλογικές συμβάσεις προσδιορίζονται επίσης ειδικότερα πλαίσια για τη ρύθμιση του ίδιου ζητήματος.
- Ο εργοδότης, το αργότερο μέσα σε δύο (2) μήνες από την κατάρτιση της σύμβασης εργασίας, πληροφορεί γραπτώς τον τηλεργαζόμενο για το πρόσωπο και για τα στοιχεία επικοινωνίας των εκπροσώπων του προσωπικού στην επιχείρηση.»
A.1.6 Προστασία επιδομάτων
Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 13 του Νόμου 4331/2015 προστατεύονται τα επιδόματα των ανθρώπων με αναπηρία, επιτρέποντας τους να διατηρούν τα επιδόματα που λαμβάνουν όταν συμμετέχουν σε προγράμματα ενίσχυσης της απασχόλησης.
«Τα Άτομα με Αναπηρία (ΑμεΑ) τα οποία συμμετέχουν σε προγράμματα κατάρτισης, ενίσχυσης της απασχόλησης συμπεριλαμβανομένης της αυτοαπασχόλησης ή/και εργάζονται σε Κοινωνικές Συνεταιριστικές Επιχειρήσεις του ν. 4019/2011 (Κοιν.Σ.Επ.) και λαμβάνουν επίδομα πρόνοιας ή επιδόματα επανένταξης ή οποιασδήποτε μορφής νοσήλιο ή παροχή, δεν χάνουν αυτές τις παροχές αλλά συνεχίζουν να τις εισπράττουν ταυτόχρονα και αθροιστικά με την αποζημίωση από τη συμμετοχή τους στα προγράμματα αυτά ή / και την αμοιβή τους από την απασχόληση στην Κοιν.Σ.Επ.».
A.1.7 Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο για την Κοινωνική Ένταξη
Το σχέδιο του Εθνικού Στρατηγικού Πλαισίου για την Κοινωνική Ένταξη, τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση τον Δεκέμβριο του 2014. Σε αυτό τίθενται οι προτεραιότητες του ελληνικού κράτους για την ενδυνάμωση του Κοινωνικού Κράτους, σε περιόδους οικονομικής ύφεσης.
Επιπλέον, παρουσιάζονται οι μεταρρυθμίσεις στις πολιτικές πρόληψης και καταπολέμησης της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού.
Η Εθνική Στρατηγική Κοινωνικής Ένταξης που δημοσιεύθηκε από το Υπουργείο Εργασίας Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, έχει θέσει τα παρακάτω αντικείμενα και στόχους:
- «Θεσπίζει ένα κοινό πλαίσιο αρχών, προτεραιοτήτων και στόχων για τον συντονισμό, την παρακολούθηση και την αξιολόγηση όλων των παρεμβάσεων καταπολέμησης της φτώχειας, του κοινωνικού αποκλεισμού και των διακρίσεων σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο.
- Ιεραρχεί μεταρρυθμιστικές προτεραιότητες του συστήματος κοινωνικής προστασίας βάσει των στόχων της Ευρωπαϊκής Στρατηγικής 2020 για μία «Έξυπνη, Βιώσιμη και χωρίς αποκλεισμούς Ανάπτυξη».
- Κατοχυρώνει τα πεδία συνεργασίας και δικτύωσης δημόσιου και ιδιωτικού τομέα για την πλήρη αξιοποίηση όλων των διαθέσιμων υλικών και ανθρώπινων πόρων.
- Τυποποιεί τις βασικές πηγές χρηματοδότησης των δημόσιων πολιτικών κοινωνικής ένταξης την περίοδο 2015-2020.
- Οριοθετεί τα πεδία αξιοποίησης του Συμφώνου Εταιρικής Σχέσης (νέο ΕΣΠΑ) για την περίοδο 2014-2020 στον τομέα προαγωγής της ένταξης και καταπολέμησης της φτώχειας» (σελ. 6).
Στο Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο για την Κοινωνική Ένταξη αναφέρεται ότι βασικές ομάδες στόχου είναι άτομα και οικογένειες που απειλούνται ή έχουν εγκλωβισθεί σε συνθήκες φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού.
Οι τρεις βασικές κατηγορίες ωφελούμενων του πλαισίου είναι :
- πρόσωπα σε συνθήκες ακραίας φτώχειας,
- παιδιά ηλικίας 0-17 ετών σε καταστάσεις αποκλεισμού και
- πρόσωπα με αυξημένους κινδύνους φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού.
Στην τρίτη κατηγορία γίνεται ξεχωριστή αναφορά για τους ανθρώπους με αναπηρία.
Επίσης, σχετικά με την απασχόληση στο μέτρο προτεραιότητα πολιτικής 3.2: Πρόσβαση των ανέργων σε υπηρεσίες ενεργοποίησης (σελ 71), γίνεται αναφορά στους ανθρώπους με αναπηρία ως μια κατηγορία η οποία αποτελεί υψηλή προτεραιότητα της Στρατηγικής.
Τα μέτρα πολιτικής που αναφέρονται ότι θα ακολουθηθούν είναι:
- 3.2.1. Πρόσβαση των ευάλωτων ομάδων ανέργων σε προγράμματα μη τυπικής εκπαίδευσης και άτυπης μάθησης.
- 3.2.2. Πρόσβαση των ευάλωτων ομάδων ανέργων σε προγράμματα ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης.
- 3.2.3. Πρόσβαση των ευάλωτων ομάδων ανέργων σε δράσεις Κοινωνικής Επιχειρηματικότητας.
Σε σχέση με την πρόσβαση σε προγράμματα ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης (3.2.2), το Υπουργείο σκοπεύει να εξασφαλίσει μια σειρά δράσεων όπως :
- Τοπικά Προγράμματα συμβουλευτικής υποστήριξης και κατάρτισης.
- Προγράμματα επιχορήγησης Νέων Θέσεων Εργασίας.
- Προγράμματα πρακτικής άσκησης και απόκτησης επαγγελματικής εμπειρίας.
- Προγράμματα Κοινωφελούς Εργασίας.
- Προγράμματα για τη δημιουργία Νέων Επιχειρήσεων. (σελ.72)
Σε σχέση με την πρόσβαση ανέργων στην Κοινωνική επιχειρηματικότητα (3.2.2), το Υπουργείο στοχεύει στην ανάπτυξη ενός ολοκληρωμένου οικοσυστήματος προώθησης της Κοινωνικής Οικονομίας και της Κοινωνικής Επιχειρηματικότητας, που θα περιλαμβάνει:
- την παροχή κινήτρων, πλεονεκτημάτων και εργαλείων για την ίδρυση ή συμμετοχή ευπαθών ομάδων σε φορείς κοινωνικής επιχειρηματικότητας,
- τη σύσταση εθνικού Οργανισμού Μικροπιστώσεων,
- τη σύσταση εθνικού Παρατηρητηρίου Κοινωνικής Καινοτομίας και Κοινωνικής Επιχειρηματικότητας,
- τη συγκρότηση δικτύων μεταξύ χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και φορέων κοινωνικής επιχειρηματικότητας,
- την ανάπτυξη πολιτικών Δημοσίων Συμβάσεων Κοινωνικής Αναφοράς.
- την ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης για τα οφέλη που προκύπτουν από την κοινωνική επιχειρηματικότητα. (σελ. 74)
B. Διεθνές θεσμικό πλαίσιο
B.1 Ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο
B.1.1 Ευρωπαϊκές Οδηγίες
Η κατεξοχήν αξιοποιήσιμη Ευρωπαϊκή Οδηγία στο πλαίσιο της προβληματικής που εξετάζουμε είναι η 2000/78 περί διαμόρφωσης γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και το επάγγελμα, η οποία εκδόθηκε με βάση το άρθρο 23 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΕΕ) και η οποία μεταφέρθηκε σχεδόν αυτούσια στην εθνική έννομη τάξη με το ν. 3304/2005.
Νομική φύση Οδηγιών
Σκόπιμο κρίνεται να εξετάσουμε καταρχάς τον τρόπο ανάπτυξης των αποτελεσμάτων των Οδηγιών στις επί μέρους εθνικές έννομες τάξεις. Σε περίπτωση που η Οδηγία αναγνωρίζει ρητά, ανεπιφύλακτα και κατά τρόπο σαφή ένα δικαίωμα σε πολίτη της Ένωσης, τότε αυτός μπορεί να το επικαλεστεί ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, ανεξαρτήτως του αν έχει ενσωματωθεί η Οδηγία στην αντίστοιχη έννομη τάξη, και ο εθνικός δικαστής είναι υποχρεωμένος να το λάβει υπόψιν του. Πρόκειται για το λεγόμενο «άμεσο αποτέλεσμα» των Οδηγιών, δηλαδή για την απευθείας ανάπτυξη των αποτελεσμάτων τους υπέρ των υπαγομένων στο Κοινοτικό Δίκαιο, οι οποίοι μπορούν ακριβώς να επικαλεστούν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων το περιεχόμενο της Οδηγίας, για να θεμελιώσουν δικαίωμα ικανοποίησης. Στην περίπτωση, όμως, που η Οδηγία δεν έχει ενσωματωθεί στο εθνικό δίκαιο, το αποτέλεσμα αυτό αναπτύσσεται μόνον έναντι του Κράτους και των δημόσιων φορέων. Οι ιδιώτες δεν υποχρεώνονται να σεβαστούν το εκάστοτε δικαίωμα. Το αυτό δεν ισχύει, ωστόσο, και για το «έμμεσο αποτέλεσμα» των Οδηγιών, δηλαδή για την υποχρέωση ερμηνείας των εθνικών διατάξεων με βάση αυτές σε κάθε περίπτωση, είτε η διαφορά εμπλέκει το Κράτος είτε εμπλέκει ιδιώτες.
Σε περίπτωση μη μεταφοράς της Οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, το Κράτος μπορεί να υποχρεούται σε καταβολή αποζημίωσης σε αυτόν του οποίου τα δικαιώματα καταπατήθηκαν, υπό τρεις προϋποθέσεις: πρώτον, η παραβίαση να ήταν κατάφωρη και σοβαρή, δεύτερον, ο σκοπός της Οδηγίας να ήταν η χορήγηση δικαιωμάτων σε άτομα επαρκώς αναγνωρίσιμα μέσα από τις διατάξεις της και, τρίτον, η καταπάτηση να οφείλεται στην αθέτηση της υποχρέωσης του Κράτους να μεταφέρει την Οδηγία στο εθνικό δίκαιο, έτσι ώστε να υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς του Κράτους και της ζημίας που υπέστη ο πολίτης.
Οδηγία 2000/78/ΕΚ και Εθνικός Νόμος 3304/2005
– Γενικά χαρακτηριστικά
Στόχος της Οδηγίας είναι να προωθήσει την κοινωνική ένταξη μέσω της διασφάλισης μίας «ανοιχτής αγοράς» και προς την κατεύθυνση αυτή επιβάλλει την κοινή ευρωπαϊκή στρατηγική απασχόλησης. Θέτει την ελάχιστη προστασία από τις διακρίσεις, αναφέροντας, όμως, περιοριστικά τους απαγορευμένους λόγους διάκρισης (αναλογική εφαρμογή δεν επιτρέπεται). Οι λόγοι αυτοί συμπίπτουν με αυτούς που περιλαμβάνονται στη Συνθήκη του Άμστερνταμ (άρ. 13), αλλά το υπό εξέταση νομοθετικό κείμενο προχωράει ένα βήμα παρακάτω και επιβάλλει κυρώσεις εξαιτίας της μη συμμόρφωσης. Ως έλλειμμα θα μπορούσε, ωστόσο, να επισημανθεί ο περιορισμός της αρχής της ίσης μεταχείρισης στον τομέα της απασχόλησης και η μη διεύρυνσή της και σε άλλους τομείς της κοινωνικής ζωής, όπως η εκπαίδευση, οι μεταφορές κ.λπ.
Ο εθνικός νόμος που την ενσωματώνει καλύπτει το νομοθετικό κενό ύπαρξης ολοκληρωμένων διατάξεων με δεσμευτικό χαρακτήρα που γεννούν αγώγιμες αξιώσεις και ανοίγει νέες οδούς αποτελεσματικής αντιμετώπισης των περιπτώσεων διάκρισης, πέραν της δικαστικής, που μέχρι την εισαγωγή του μονοπωλούσε τις δυνατότητες. Πολλές διατάξεις του μπορούν να εφαρμοστούν σε συνδυασμό με το ν. 2643/1998 και, έτσι, εμφανίζεται εξαιρετικά χρήσιμος για τα άτομα που τοποθετήθηκαν σε θέσεις εργασίας μέσω αυτού. Το κράτος έχει την υποχρέωση, σύμφωνα με την Οδηγία, να γνωστοποιήσει το περιεχόμενο του νόμου στους ενδιαφερόμενους, εργοδότες και εργαζόμενους (άρ. 13).
– Πεδίο εφαρμογής
Η Οδηγία έχει ευρύ πεδίο εφαρμογής. Καλύπτει όλους τους κατοίκους της ΕΕ ανεξαρτήτως ιθαγενείας, απευθύνεται τόσο στο Δημόσιο όσο και σε ιδιώτες (εφαρμόζεται, δηλαδή, στις σχέσεις εργασίας και του δημόσιου και του ιδιωτικού δικαίου), απευθύνεται όχι μόνο στους εργαζομένους αλλά και στα άτομα που λαμβάνουν ή είναι υποψήφια να λάβουν επαγγελματική εκπαίδευση, καλύπτει την επαγγελματική επιμόρφωση και κατάρτιση, τους όρους πρόσβασης στην απασχόληση, στην αυτοαπασχόληση και γενικά στην επαγγελματική ζωή, τους όρους και τις συνθήκες απασχόλησης, τις προαγωγές και την επαγγελματική εξέλιξη, την αμοιβή, τη συμμετοχή σε οργανώσεις εργαζομένων ή εργοδοτών ή σε επαγγελματικές οργανώσεις, τη λύση της σχέσης εργασίας. Αξίζει να επισημάνουμε, εδώ, ότι η απαγόρευση διακρίσεων σύμφωνα με την Οδηγία και το νόμο 3304/2005, που την ενσωματώνει, εκτείνεται και στο προσυμβατικό στάδιο, δηλαδή σε αυτό της πρόσληψης του εργαζομένου, στάδιο κατά το οποίο η αρχή της ίσης μεταχείρισης κατ’ άρθρο 4 του Συντάγματος δεν παρέχει προστασία. Η εν λόγω αρχή παρέχει προστασία ως ένα βαθμό στα δύο επόμενα στάδια, της υφιστάμενης, δηλαδή, εργασιακής σχέσης και της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας. Τέλος, ο ν. 3304 εφαρμόζεται και όταν η έννομη σχέση έχει λήξει, το θύμα δηλαδή μπορεί να προσφύγει στο δικαστήριο σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο επιθυμεί.
– Βασικές ρυθμίσεις : Έννοια διακρίσεων και εξαιρέσεις – Θετικά Μέτρα – Εύλογες προσαρμογές.
Ξεκινάμε με την έννοια της διάκρισης και τα είδη της. Στην παράγραφο 2α ορίζεται ότι άμεση διάκριση συντρέχει όταν λαμβάνει χώρα λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση ενός ατόμου με αναπηρίες από ένα άτομο δίχως αναπηρίες, εξαιτίας αυτής ακριβώς της αναπηρίας του. Στην παράγραφο 2β δίνεται ο ορισμός της έμμεσης διάκρισης, ως η περίπτωση στην οποία μία εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο ή πρακτική ενδέχεται να προκαλέσει μειονεκτική μεταχείριση κάποιου για λόγους που απαγορεύονται. Τα πλεονεκτήματα που εμφανίζει η εν λόγω ρύθμιση είναι δύο: πρώτον, δε χρειάζεται η διακριτική πρόβλεψη να εφαρμοστεί εν τοις πράγμασι και, δεύτερον, δε χρειάζεται πρόθεση για διακριτική μεταχείριση. Εξαιρέσεις στην έμμεση διάκριση θεσπίζονται όταν αυτή δικαιολογείται αντικειμενικά από ένα θεμιτό σκοπό και εξυπηρετείται με ανάλογα μέσα, καθώς και όταν υπάρχει υποχρέωση για εύλογες προσαρμογές, ώστε να εξαλειφθεί το μειονέκτημα που δημιουργεί η διάκριση, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία και το άρ. 5 της Οδηγίας. Βαρύνουσα σημασία αποκτά, στο πλαίσιο της έμμεσης διάκρισης, το κεφάλαιο των ιατρικών εξετάσεων των εργαζομένων. Το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ προστατεύει το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή, που περικλείει τη γνώση και διαχείριση των προσωπικών δεδομένων, στα οποία εντάσσονται και τα ιατρικά δεδομένα. Ο εργοδότης, λοιπόν, μπορεί να λαμβάνει γνώση αυτών μόνον όταν υπάρχει σύνδεση με το συγκεκριμένο τύπο της εργασίας, έτσι ώστε η γνώση να μην εμφανίζεται αδικαιολόγητη. Με τον τρόπο αυτό αποτρέπονται περιπτώσεις έμμεσης διάκρισης, όπως η υποχρέωση υποβολής των υποψηφίων σε εξετάσεις που ουδεμία σχέση έχουν με τη συγκεκριμένη εργασία, μόνο και μόνο για να αποκλειστούν όσοι φέρουν κάποια αναπηρία.
Μορφές διάκρισης συνιστούν, επίσης, η παρενόχληση (άρ. 3) και εντολή για εφαρμογή διακριτικής μεταχείρισης (άρ. 4). Η πρώτη συνιστά ανεπιθύμητη συμπεριφορά συνδεόμενη με τους απαγορευμένους λόγους διάκρισης, η οποία είτε δημιουργεί είτε έχει ως σκοπό να δημιουργήσει αρνητικό περιβάλλον και να προσβάλει την αξιοπρέπεια ενός ατόμου. Απαγορευμένη πράξη είναι, ακόμη, τα αντίποινα του εργοδότη που εξαπολύονται ως αντίδραση σε κάποια καταγγελία ή διαδικασία την οποία κίνησε το θύμα, με σκοπό την εφαρμογή της ίσης μεταχείρισης. Η διάκριση λόγω συνδέσμου εντάσσεται σύμφωνα με την ορθότερη άποψη στην κατηγορία των άμεσων διακρίσεων, ακριβώς γιατί το «λόγω» ενδέχεται να περιλαμβάνει προστασία κατά των διακρίσεων όταν το θύμα έχει σχετικά χαρακτηριστικά ή θεωρείται ότι τα έχει ή συνδέεται με πρόσωπα που τα έχουν[1]. Άλλωστε, και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην Ετήσια Αναφορά του 2005 για την Ισότητα και Μη Διάκριση έχει αποφανθεί ότι η διάκριση λόγω συνδέσμου καλύπτεται σε ορισμένες περιπτώσεις και από τις δύο Οδηγίες (η έτερη είναι η 2000/43/ΕΚ για την απαγόρευση των διακρίσεων λόγω φύλου). Αξίζει να επισημάνουμε ότι, μολονότι κάτι τέτοιο δε ρυθμίζεται από το νομοθετικό κείμενο, θα έπρεπε όλες οι παραπάνω περιπτώσεις να καλύπτονται και υπό τη μορφή της διάκρισης λόγω νομιζόμενης κατάστασης, έτσι ώστε να ολοκληρωθεί το πλέγμα προστασίας.
Τις παραπάνω ρυθμίσεις ενσωματώνει ο νόμος 3304/2005 στα άρθρα 2 και 7. Το πρώτο πραγματεύεται την έννοια της παρενόχλησης, το δεύτερο την έννοια της άμεσης και έμμεσης διάκρισης. Όσον αφορά την άμεση διάκριση, ένα πρόβλημα που ανακύπτει είναι πώς θα κριθεί το ανάλογο των καταστάσεων και αν το συγκριτικό πρότυπο πρέπει να είναι πραγματικό ή υποθετικό, με την απάντηση να δέχεται και τις δύο εκδοχές. Για την έμμεση διάκριση γίνεται δεκτό ότι δε χρειάζεται να αποδειχθεί στατιστικά ότι τα ΑμεΑ τίθενται σε δυσμενέστερη θέση από άλλες ομάδες στις οποίες επίσης απευθύνεται η διάταξη. Από το πεδίο εφαρμογής του ο νόμος εξαιρεί τους χώρους προστατευμένης εργασίας (απουσία ρύθμισης γι’ αυτούς), τις παροχές δημόσιων συστημάτων, συμπεριλαμβανομένης της κοινωνικής ασφάλισης και πρόνοιας (άρ.3), τις Ένοπλες Δυνάμεις και τα Σώματα Ασφαλείας (άρ. 8§4), τις διακρίσεις λόγω επαγγελματικών απαιτήσεων (άρ. 9§1) και τα θετικά μέτρα υπέρ των ατόμων με αναπηρία (άρ. 12§1), όπως, για παράδειγμα, τις υποχρεωτικές τοποθετήσεις ατόμων με αναπηρία σε θέσεις εργασίας μέσω ενός συστήματος ποσόστωσης (λόγου χάρη του νόμου 2643/1998, ο οποίος αντικατέστησε το ν. 1648/1986), τα οποία δε συνιστούν διάκριση σε βάρος άλλων ατόμων, χωρίς αναπηρία (βλ. και άρ. 116§2 του Συντάγματος).
Τα θετικά μέτρα δράσης, ειδικότερα, είναι θεσμικά, διοικητικά και άλλα μέτρα που εφαρμόζονται σε συγκεκριμένους τομείς και απευθύνονται σε ειδικές κατηγορίες πολιτών (γυναίκες, ΑμεΑ κ.λπ.), σε βάρος των οποίων παρατηρούνται διακρίσεις που παρεμποδίζουν την ίση με τους υπόλοιπούς πολίτες απόλαυση των δικαιωμάτων τους. Διαφοροποιούνται από την έννοια του mainstreaming (ένταξη της διάστασης της αναπηρίας σε όλες τις πολιτικές, μέτρα και προγράμματα – οριζόντια), αλλά τα διακατέχει το ίδιο πνεύμα, και η λήψη τους, όπως προείπαμε, δε συνιστά σε καμία περίπτωση διάκριση. Το σύστημα ποσόστωσης συνιστά ένα από τα πιο διαδεδομένα θετικά μέτρα κοινωνικής προστασίας, ενώ άλλα τέτοια μέτρα που υλοποιήθηκαν στη χώρα μας ήταν η επιχορήγηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας των ατόμων με αναπηρία, η επιδότηση των εργοδοτών για την πρόσληψη ατόμων με αναπηρία, οι τοπικές δράσεις κοινωνικής ένταξης για τις ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού, όλες μέσω του ΕΣΠΑ 2007-2013.
Συναφείς με τις παραπάνω είναι και οι εύλογες προσαρμογές υπέρ των ατόμων με αναπηρία, οι οποίες συνίστανται σε λήψη των ενδεδειγμένων μέτρων από πλευράς του εργοδότη, προκειμένου το άτομο με αναπηρία να έχει πρόσβαση σε θέσεις εργασίας, να ασκεί, να προάγεται στο επάγγελμά του και/ή να του παρέχεται εκπαίδευση. Στόχος παραμένει η πραγμάτωση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, με τα εύλογα μέτρα να ενσαρκώνουν το νέο τρόπο αντιμετώπισης των ΑμεΑ, ως ατόμων που χρήζουν προστασίας και όχι ως ατόμων στα οποία παρέχεται φιλανθρωπία. Αν, μάλιστα, η πραγμάτωση εύλογων προσαρμογών είναι αυτή που θα επιτρέψει στα άτομα να εκτελέσουν τα καθήκοντα της διεκδικούμενης θέσης απασχόλησης, τότε αυτή η πραγμάτωση προσλαμβάνει το χαρακτήρα θετικού δικαιώματος, την ικανοποίηση του οποίου μπορεί να απαιτήσει ο κάθε ενδιαφερόμενος. Η αποτυχία για παροχή εύλογων προσαρμογών ως αντικειμενικό γεγονός συνιστά διάκριση και δε χρειάζεται να συνοδεύεται από υπαιτιότητα του εργοδότη. Η μόνη περίπτωση στην οποία δικαιολογείται η άρνηση πραγμάτωσης εύλογων προσαρμογών είναι αυτή στην οποία κάτι τέτοιο θα συνεπαγόταν δυσανάλογη επιβάρυνση του εργοδότη, με βάση τα εξής κριτήρια: τη φύση και τα έξοδα προσαρμογής, τις οικονομικές δυνατότητες της επιχείρησης, το είδος και το μέγεθός της, τον αριθμό των εργαζομένων της και την επίδραση της προσαρμογής στη λειτουργία της επιχείρησης, συμπεριλαμβανομένης της επίδρασής της στους άλλους εργαζομένους σχετικά με την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Αν, όμως, παρέχεται χρηματοδότηση ή άλλη οικονομική βοήθεια στον εργοδότη, τότε δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να επικαλεστεί το δυσανάλογο των εύλογων προσαρμογών, προκειμένου να μην τις υλοποιήσει. Κλείνοντας, να υπογραμμίσουμε ότι η έννοια των εύλογων προσαρμογών διακρίνεται από την έννοια της προσβασιμότητας, καθώς η δεύτερη είναι γενική και αφορά το σύνολο των ατόμων με αναπηρία, ενώ οι εύλογες προσαρμογές είναι εξατομικευμένες. Με το Προεδρικό Διάταγμα 16/1996 εισήχθησαν προδιαγραφές προσβασιμότητας στους χώρους εργασίας, όχι όμως «εύλογες προσαρμογές». Αυτές θεσπίστηκαν (ως υποχρέωση εφαρμογής) με το άρ. 10 του ν. 3304/2005, που έχει ως αποκλειστικό πεδίο εφαρμογής τον τομέα της απασχόλησης και της επαγγελματικής κατάρτισης.
Τυπικά παραδείγματα εύλογων προσαρμογών συνιστούν τα κάτωθι:
- Οι δομικές ή φυσικές αλλαγές στο κτίριο μιας επιχείρησης, για παράδειγμα η κατασκευή μιας ράμπας, ή η αλλαγή θέσης στους διακόπτες.
- Η παροχή πρόσθετου ειδικού εξοπλισμού, όπως μια μεγάλη οθόνη υπολογιστή για ένα άτομο με προβλήματα όρασης.
- Η αναδιοργάνωση των εργασιακών καθηκόντων, δηλαδή η ανταλλαγή των μη βασικών καθηκόντων της δουλειάς μεταξύ εργαζομένων, η αλλαγή του ωραρίου εργασίας, ο ορισμός άλλου χώρου εργασίας
- Ο διορισμός ενός συναδέλφου ως επιβλέποντα για το άτομο με μαθησιακές δυσκολίες, ο οποίος θα υπενθυμίζει και θα εξηγεί σ’ αυτόν κατά περιόδους τα καθήκοντά του, θα τροποποιεί το πρόγραμμα κ.λπ.
- Η προσαρμογή των τρόπων πληρωμής ανάλογα με την απόδοση, για παράδειγμα μια γυναίκα με αναπηρία που πληρώνεται με βάση την παραγωγή της χρειάζεται μικρά διαλείμματα κατά τη διάρκεια της ημέρας λόγω της αναπηρίας της, κάτι το οποίο ο εργοδότης έχει συμφωνήσει ως εύλογη ρύθμιση. Θα είναι ίσως μια εύλογη ρύθμιση για τον εργοδότη της να την πληρώνει βάσει ενός συμφωνηθέντος ποσού, π.χ. το μέσο ωριαίο κόστος, γι’ αυτά τα διαλείμματα.
– Κυρώσεις – Υπεράσπιση των θυμάτων διακρίσεων.
Η Οδηγία δεν προβλέπει κυρώσεις, αλλά αφήνει στα κράτη-μέλη την ευχέρεια επιλογής του είδους της κύρωσης. Με τους εξής όρους: να είναι αποτελεσματικές, ανάλογες της παράβασης και αποτρεπτικές (άρ. 17 Οδηγίας). Αυτό επιτάσσει η αρχή της αποτελεσματικής μεταφοράς της Οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη. Ο νόμος 3304/2005 εισάγει ποινικές και διοικητικές κυρώσεις (άρ. 16-17), αλλά δεν εισάγει ειδική αστική προστασία και, ως εκ τούτου, εμμένουμε στην προστασία με βάση της γενικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα, ήτοι αυτές των άρθρων 57, 59, 281, 914 και 932. Εδώ απαιτείται, βέβαια, υπαιτιότητα του εργοδότη, το κοινοτικό, όμως, δίκαιο θεωρεί μία κύρωση επαρκώς αποτελεσματική και αποτρεπτική μόνον όταν η υποχρέωση αποκατάστασης του θύματος δεν εξαρτάται από την συνδρομή υπαιτιότητας στο πρόσωπο του εργοδότη.
Αυτό συμβαίνει γιατί το ΔΕΚ, επηρεασμένο από την αμερικάνικη νομολογία, προσδίδει στην αποζημίωση κυρωτικό – προληπτικό χαρακτήρα και όχι αστικό, με αποτέλεσμα να του είναι αδιάφορη η έννοια της υπαιτιότητας, σε αντίθεση με τα όσα δέχονται οι έννομες τάξεις των περισσότερων κρατών μελών. Σε ό, τι αφορά τη δική μας έννομη τάξη, συνύπαρξη των τριών σκοπών, με τον αποκαταστατικό να θέτει τα άκρα όρια, μπορεί να καταγραφεί μόνον όταν μιλάμε για ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή για προσβολή της προσωπικότητας (άρ. 59, 932, 57 Α.Κ.), γιατί τότε ζημία υπό στενή έννοια δεν υφίσταται.
Πέραν της αποζημίωσης, ζήτημα γεννάται ως προς το εάν θεμελιώνεται, με βάση την Οδηγία, αξίωση σύναψης της σύμβασης εργασίας. Μία τέτοια ρύθμιση είναι συμβατή με το κοινοτικό δίκαιο, ωστόσο καταλείπεται ελευθερία επιλογής στον εθνικό νομοθέτη. Στο δικό μας σύστημα δεν υπάρχει ανάλογη πρόβλεψη, όμως γίνεται δεκτό ότι η υποχρέωση για σύναψη της σύμβασης θα μπορούσε να θεμελιωθεί στο άρ. 57 Α.Κ (άρση της προσβολής) ή θα μπορούσε να αποτελέσει περιεχόμενο της αξίωσης για αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας, υπό τη μορφή της in natura αποκατάστασης. Υπό δύο προϋποθέσεις όλα αυτά: (1) η εργασιακή θέση να παραμένει κενή και (2) ο εργοδότης να συνήπτε, πράγματι, την επίμαχη σύμβαση εργασίας με το θύμα της διάκρισης, εάν τέτοια διάκριση δεν ελάμβανε χώρα. De lege lata, λοιπόν, είναι εφικτή μία τέτοια λύση, και τα αντίθετα επιχειρήματα περί ασφυκτικού περιορισμού της συνταγματικά κατοχυρωμένης συμβατικής ελευθερίας του εργοδότη έχουν περισσότερο δικαιοπολιτικό χαρακτήρα.
Όσον αφορά την υπεράσπιση των θυμάτων διακρίσεων, το άρθρο 9 στην παράγραφο 2 προβλέπει ότι τα κράτη-μέλη υποχρεούνται να διασφαλίσουν ότι οι ενώσεις – οργανώσεις κ.λπ. που έχουν έννομο συμφέρον κατά των διακρίσεων μπορούν να παρέχουν στήριξη σε θύματα διακρίσεων ή να κινήσουν δικαστικές ή διοικητικές διαδικασίες εκ μέρους τους, με την έγκρισή τους. Το έννομο συμφέρον των οργανώσεων αυτών προσδιορίζεται με βάση την εθνική νομοθεσία. Σε εφαρμογή αυτής της πρόβλεψης, το άρθρο 13§2 του ν. 3304 καθορίζει ότι η αντιπροσώπευση των θυμάτων ενώπιον δικαστικής ή διοικητικής αρχής ή οργάνου μπορεί να γίνει από νομικά πρόσωπα που έχουν ως σκοπό τη διασφάλιση της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Η Εθνική Συνομοσπονδία Ατόμων με Αναπηρία εντάσσεται σε αυτά, δυνάμει του αρ. 2§8 του Καταστατικού της. Επιπλέον, προσδιορίζονται ειδικοί φορείς στους οποίους μπορεί να απευθυνθεί το θύμα της διάκρισης, ανάλογα με το ποιος τέλεσε την προσβολή. Αν, λοιπόν, δράστης είναι το Δημόσιο (υπηρεσίες, οργανισμοί, επιχειρήσεις δημόσιου τομέα), τότε αρμόδιος είναι ο Συνήγορος του Πολίτη, αν είναι φυσικά ή νομικά πρόσωπα πέραν των ανωτέρω, αρμόδιο το Σώμα Επιθεωρητών Εργασίας του Υπουργείου Εργασίας (Σ.Ε.Π.Ε), ενώ, τέλος, αν είναι εν γένει δημόσιοι ή ιδιωτικοί φορείς, τότε αναλαμβάνει το Τμήμα Ισότητας Ευκαιριών της Διεύθυνσης Κοινωνικής Προστασίας του Υπουργείου Εργασίας που μπορεί να προωθεί τις αναφορές/καταγγελίες σε έναν από τους δύο ανωτέρω φορείς κατά περίπτωση. Οι οργανώσεις του αναπηρικού κινήματος μπορούν σε κάθε περίπτωση να παρέχουν υποστήριξη στα θύματα. Ειδικά για το Σ.Ε.Π.Ε, ο νέος νόμος 3996/2011 περιέλαβε ειδικές ρυθμίσεις για τις αρμοδιότητές του, μεταξύ των οποίων εντάσσονται η επίβλεψη της αρχής της ίσης μεταχείρισης (άρ.2§2αα΄, εε΄, β΄, η΄) και η συμφιλιωτική παρέμβαση για την επίλυση συλλογικών και ατομικών εργατικών διαφορών (άρ. 3§2). Οι ρυθμίσεις αυτές μπορούν να χρησιμοποιηθούν συνδυαστικά με το άρ. 10 ν. 3304/2005 και με το Προεδρικό Διάταγμα 16/1996 για τις ελάχιστες προδιαγραφές για την ασφάλεια και την υγιεινή στους χώρους εργασίας.
Τέλος, χρήσιμο εμφανίζεται να μιλήσουμε για το βάρος απόδειξης της παράνομης πράξης διάκρισης, το οποίο, δυνάμει του άρθρου 10 της Οδηγίας, αντιστρέφεται. Αν, λοιπόν, ενώπιον οποιασδήποτε δικαστικής ή αρμόδιας διοικητικής αρχής το θύμα επικαλεστεί ότι υπέστη διακριτική μεταχείριση, με βάση πραγματικά περιστατικά από τα οποία τεκμαίρεται το γεγονός αυτό, τότε η διάκριση θεωρείται γενομένη και το βάρος απόδειξης αντιστρέφεται, δηλαδή ο εργοδότης είναι πλέον αυτός που πρέπει να αποδείξει ότι δεν προέβη σε διακριτική μεταχείριση του ενάγοντος (αντικείμενο της ανταπόδειξης δεν είναι ότι το άτομο ήταν όντως ανάπηρο, αλλά ότι ο εναγόμενος δεν το μεταχειρίστηκε διακριτικά). Από την παραπάνω ρύθμιση εξαιρείται, βεβαίως, η περίπτωση της απόδειξης ενώπιον Ποινικού Δικαστηρίου.
B.2 Εθνικό θεσμικό πλαίσιο
Πληθώρα νόμων είναι αυτοί που ασχολούνται με τα εργασιακά προβλήματα των ατόμων με αναπηρία. Βασικοί, μεταξύ άλλων, είναι: ο ν. 2643/1998, ο οποίος αντικατέστησε το ν. 1648/1986 «για την προστασία πολεμιστών, ανάπηρων και θυμάτων πολέμου και μειονεκτούντων προσώπων», το Προεδρικό Διάταγμα 6/1996 «Ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας στους χώρους εργασίας», ο ν. 3528/2007 «Υπαλληλικός Κώδικας», ο ν. 3996/2011 «Αναμόρφωση του Σώματος Επιθεωρητών Εργασίας, ρυθμίσεις θεμάτων Κοινωνικής Ασφάλισης και άλλες διατάξεις» και ο ν. 4019/2011 «Κοινωνική Οικονομία και Κοινωνική Επιχειρηματικότητα και λοιπές διατάξεις». Δεσπόζουσα θέση στο πλέγμα προστασίας κατέχει, φυσικά, ο νόμος 3304/2005, ο οποίος ενσωματώνει την Ευρωπαϊκή Οδηγία 2000/78 και στον οποίο κάναμε εκτενή αναφορά στο κεφάλαιο που προηγήθηκε. Εδώ ας αρκεστούμε να πούμε ότι εξασφαλίζει την ισότιμη μεταχείριση των ατόμων με αναπηρία στο χώρο της εργασίας σε ένα ευρύτερο πλαίσιο από τους εθνικούς νόμους που προαναφέραμε, για αυτό είναι και κρίσιμης σημασίας, όμως: διότι μπορεί να εφαρμοστεί παντού, με επίκληση των γενικών αρχών, κατευθυντήριων γραμμών και μέτρων-στόχων που θέτει.
B.2.1 Το Σύνταγμα
Θεμέλιοι λίθοι του ρυθμιστικού πλαισίου για την αντιμετώπιση των ατόμων με αναπηρία στο χώρο της εργασίας και όχι μόνο τίθενται δύο Συνταγματικές διατάξεις, αυτή του άρθρου 4 και αυτή του άρθρου 25. Η πρώτη κατοχυρώνει την αρχή της ισότητας και η δεύτερη την αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου.
Σύμφωνα με την πρώτη, «1. Oι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου.
2. Oι Έλληνες και οι Eλληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Η ισότητα εδώ λαμβάνει τη μορφή της αναλογικής ισότητας, η οποία απαγορεύει την αυθαίρετη διαφοροποίηση μεταξύ όμοιων καταστάσεων (διανεμητική δικαιοσύνη). Μολονότι, δε, το Σύνταγμα κάνει λόγο μόνο για ισότητα των πολιτών απέναντι στο νόμο, είναι σαφές ότι κατοχυρώνεται και η ισότητα του νόμου απέναντι στους πολίτες, η ισότιμη δηλαδή αντιμετώπισή τους από μέρους του, διαφορετικά η επιταγή για ισονομία θα έμενε γράμμα κενό. Οι διακηρύξεις αυτές θέτουν το ελάχιστο εγγυητικό υπόβαθρο για την ισότιμη με τον υπόλοιπο πληθυσμό αντιμετώπιση των ατόμων με αναπηρία.
Το πλέγμα προστασίας συμπληρώνει η διάταξη του άρθρου 25 του Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία «1. Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας. 2. H αναγνώριση και η προστασία των θεμελιωδών και απαράγραπτων δικαιωμάτων του ανθρώπου από την Πολιτεία αποβλέπει στην πραγμάτωση της κοινωνικής προόδου μέσα σε ελευθερία και δικαιοσύνη». Οι ρυθμίσεις αυτές αποτελούν τη βάση για τη θεμελίωση της κοινωνικής πολιτικής του Κράτους, δηλαδή της πολιτικής που μεριμνά για το σύνολο του πληθυσμού, κυρίως μέσα από τη λήψη μέτρων προς ανακούφιση και προστασία των μειονεκτούντων ομάδων.
Η αρχή της ισότητας σε συνδυασμό με την αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου οδηγούν στη θετική αντιμετώπιση των ομάδων που χαρακτηρίζονται από κάποια αδυναμία, με άλλα λόγια στη λήψη θετικών μέτρων προς θεραπεία της αδυναμίας, έτσι ώστε το μειονέκτημα να εξαλειφθεί και οι συνθήκες υπό τις οποίες διαβιούν αυτά τα άτομα να εξισωθούν με των υπολοίπων. Η εν λόγω αντιμετώπιση κατοχυρώνεται ρητά, πλέον, στις διατάξεις των άρθρων 21, 116 και 22 του Συντάγματος, με τις πρώτες να αναφέρονται γενικά στις κοινωνικές παροχές και την τελευταία να εστιάζει στον τομέα της εργασίας και της απασχόλησης.
Το άρθρο 21 του Συντάγματος ορίζει ότι : «2. Πολύτεκνες οικογένειες, ανάπηροι πολέμου και ειρηνικής περιόδου, θύματα πολέμου, χήρες και ορφανά εκείνων που έπεσαν στον πόλεμο, καθώς και όσοι πάσχουν από ανίατη σωματική ή πνευματική νόσο έχουν δικαίωμα ειδικής φροντίδας από το Kράτος. 3. Tο Kράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών και παίρνει ειδικά μέτρα για την προστασία της νεότητας, του γήρατος, της αναπηρίας και για την περίθαλψη των απόρων. 6. Τα άτομα με αναπηρίες έχουν δικαίωμα να απολαμβάνουν μέτρων που εξασφαλίζουν την αυτονομία, την επαγγελματική ένταξη και τη συμμετοχή τους στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας» και το άρθρο 116 ότι: «2. Δεν αποτελεί διάκριση λόγω φύλου η λήψη θετικών μέτρων για την προώθηση της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών. Το Κράτος μεριμνά για την άρση των ανισοτήτων που υφίστανται στην πράξη, ιδίως σε βάρος των γυναικών». Η στάση που προσδιορίσαμε παραπάνω αποτυπώνεται ξεκάθαρα σε αυτές τις γραμμές: το Κράτος έχει την υποχρέωση να θέσει τις μειονεκτούσες ομάδες στην ίδια, κατ’ αποτέλεσμα, θέση με τις υπόλοιπες, στόχος που, για να επιτευχθεί, απαιτεί τη λήψη μέτρων πρόνοιας και ενίσχυσης. Οι αρχές της ισότητας και του κοινωνικού κράτους βρίσκουν εδώ την απόλυτη εφαρμογή τους, με την Πολιτεία να διαδραματίζει τον κοινωνικό της ρόλο προς εξυπηρέτηση της αρχής της ισότητας.
Το άρθρο 22 εξειδικεύει, όπως είπαμε, στον τομέα της εργασίας και ορίζει ότι: «1. H εργασία αποτελεί δικαίωμα και προστατεύεται από το Kράτος, που μεριμνά για τη δημιουργία συνθηκών απασχόλησης όλων των πολιτών και για την ηθική και υλική εξύψωση του εργαζόμενου αγροτικού και αστικού πληθυσμού. Όλοι οι εργαζόμενοι, ανεξάρτητα από φύλο ή άλλη διάκριση, έχουν δικαίωμα ίσης αμοιβής για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας». Στο πρώτο εδάφιο κατοχυρώνεται το δικαίωμα των ΑμεΑ στην εργασία, το οποίο, για να ασκηθεί ικανοποιητικά και υπό όρους ανάλογους με αυτούς που ισχύουν για το λοιπό πληθυσμό, απαιτεί τη λήψη ειδικών μέτρων κατοχύρωσης. Στο δεύτερο εδάφιο θεμελιώνεται η προστασία της εργασίας που παρέχουν τα ΑμεΑ, με την εξασφάλιση ισότητας αμοιβής για εργασία ίσης αξίας (εδώ η ισοτιμία ταυτίζεται, πια, με την ισότητα, αφού το χρηματικό είναι καθαρά μαθηματικό και όχι αναλογικό δεδομένο).
Οι τρεις παραπάνω διατάξεις υιοθετούν το κοινωνικό μοντέλο περί αναπηρίας, σύμφωνα με το οποίο η αναπηρία συνιστά μία κατάσταση που ταυτίζεται με κατάσταση αδυναμίας μόνο και μόνο επειδή δεν αντιμετωπίζεται με την απαραίτητη διάθεση ενίσχυσης από την κοινωνία.
Άρα δεν είναι πρόβλημα του ατόμου, αλλά του περιβάλλοντος. Συνεπώς, πρέπει να προσαρμοστεί το περιβάλλον στα δεδομένα του ατόμου και προς αυτόν το σκοπό θεσπίζονται οι σχετικές διατάξεις μέριμνας. Σε αυτήν την κατεύθυνση κινούνται και τα πιο προοδευτικά ξένα Συντάγματα, με τη λήψη θετικών μέτρων υπέρ των ομάδων που τελούν σε κατάσταση ανισότητας.
B.2.2 Νόμος 2643/1998 «Μέριμνα για την απασχόληση προσώπων ειδικών κατηγοριών και άλλες διατάξεις»
– Γενικά – δικαιούχοι και υπόχρεοι.
Ο ν. 2643/1998, μέσω του οποίου θεσπίζεται σύστημα ποσόστωσης για την απασχόληση των ατόμων με αναπηρία στο στενό δημόσιο (άρθρο 2) και στον ιδιωτικό και ευρύτερο δημόσιο τομέα (άρθρο 3) στη βάση του άρθρου 22 παρ. 1. και του άρθρου 21 παρ. 6 του Συντάγματος, αποτελεί το βασικό νομοθετικό κείμενο που προστατεύει το δικαίωμα των ατόμων με αναπηρία σε πρόσβαση στην απασχόληση και σε ενσωμάτωσή τους στον εργασιακό χώρο ως ισότιμων μελών της κοινωνίας. Οι κύριες τροποποιήσεις του επήλθαν με τους νόμους 2956/2001 «Αναδιάρθρωση Ο.Α.Ε.Δ. και άλλες διατάξεις», 2972/2001 «Εκσυγχρονισμός της οργάνωσης και της λειτουργίας του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων και άλλες διατάξεις», 3227/2004 «Μέτρα για την αντιμετώπιση της ανεργίας και άλλες διατάξεις» και 3454/2006 «Ενίσχυση της οικογένειας και λοιπές διατάξεις».
Με το νόμο αυτόν προστατεύονται τα άτομα με αναπηρία (άμεση προστασία) και οι συγγενείς α΄ βαθμού αυτών (έμμεση προστασία), οι πολύτεκνες οικογένειες, οι αγωνιστές της εθνικής αντίστασης και τα τέκνα τους, οι ανάπηροι και οι τραυματίες πολέμου καθώς και τα τέκνα και ο επιζών σύζυγος αυτών που φονεύθηκαν ή εξαφανίστηκαν στα πολεμικά γεγονότα της Κύπρου των ετών 1964 – 1967 και 1974. Ειδικά όσον αφορά τα άτομα με αναπηρία, ο νόμος παρέχει προστασία: α) σε άτομα με ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον 50% (άμεση προστασία) και β) σε όσους έχουν τέκνο ή αδελφό ή σύζυγο με ποσοστό αναπηρίας 67% και άνω (έμμεση προστασία). Με το άρθρο 31 του ν.2956/01 (Αρ. ΦΕΚ 258 Α΄/06.11.2001) προβλέπεται ότι όσοι έχουν τέκνο, αδελφό ή σύζυγο με νοητική αναπηρία ή αυτισμό και ανίκανους προς εργασία, το ελάχιστο απαιτούμενο ποσοστό αναπηρίας μειώνεται από 67% (που απαιτείται για όλες τις υπόλοιπες παθήσεις) σε 50%.
Ο διορισμός και οι προσλήψεις των προστατευομένων προσώπων του ν.2643/1998 γίνεται μέσω γενικών και ειδικών προκηρύξεων, που εκδίδονται σε ετήσια βάση και προκαθορισμένες ημερομηνίες. Οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν οι δικαιούχοι είναι οι εξής:
- Να είναι εγγεγραμμένοι στα μητρώα άνεργων ατόμων με αναπηρία του Ο.Α.Ε.Δ στην περίπτωση των θέσεων στον ιδιωτικό και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα (Άρθρο 3).
- Να μην παίρνουν σύνταξη από το Δημόσιο ή οποιοδήποτε ασφαλιστικό Οργανισμό κύριας ή επικουρικής ασφάλισης αθροιστικά μεγαλύτερη από το κατώτατο όριο σύνταξης γήρατος που καταβάλει κάθε φορά το ΙΚΑ. Ειδικά οι παραπληγικοί – τετραπληγικοί, ημιπληγικοί, κωφοί και τυφλοί αποκλείονται, εφόσον λαμβάνουν το διπλάσιο της σύνταξης αυτής.
- Να μην έχουν αποκατασταθεί με τις διατάξεις του ν.1487/1950 (ΦΕΚ 179/Α΄) «περί προστασίας και αποκαταστάσεως των αναπήρων πολέμου οπλιτών και θυμάτων πολέμου».
- Να μην έχουν στερηθεί τα πολιτικά τους δικαιώματα.
- Να μην έχει επωφεληθεί των προνομίων του νόμου άλλος δικαιούχος της ίδιας οικογένειας.
- Να μην είναι μικρότεροι από 21 ετών και μεγαλύτεροι από 45.
Σε μία προσπάθεια εκλογίκευσης του συστήματος ποσόστωσης και διαφύλαξης της αντικειμενικότητάς του, με τον ν. 2643/1998 λαμβάνεται πρόνοια για την πριμοδότηση των προσόντων που συνδέονται με τις γνώσεις των υποψηφίων και για την καθιέρωση του συστήματος μοριοδότησης των κοινωνικών κριτηρίων, όπως είναι η οικογενειακή και η οικονομική κατάσταση. Πιο συγκεκριμένα τα κριτήρια αυτά είναι τα εξής: α) η ηλικία, β) τα τυπικά προσόντα (τίτλοι σπουδών), γ) το ποσοστό αναπηρίας, δ) η οικογενειακή κατάσταση και ε) η οικονομική κατάσταση (παρ 1, άρθρο 4).
Στους υπόχρεους φορείς εντάσσονται:
- Σύμφωνα με το Άρθρο 3, οι φορείς του στενού δημόσιου τομέα, δηλαδή οι δημόσιες υπηρεσίες, τα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου και οι ΟΤΑ κάθε βαθμίδας. Το ποσοστό 5% του συνόλου των θέσεων που προκηρύσσουν πανελλαδικά αυτοί οι φορείς για όλες τις προστατευόμενες από τον νόμο ομάδες κατανέμεται ως εξής στα άτομα με αναπηρία: α) 3/8 στα άτομα με αναπηρία με ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον 50% (άμεση προστασία) και β) 1/8 σε όσους έχουν τέκνο ή αδελφό ή σύζυγο με ποσοστό αναπηρίας 67% και άνω (έμμεση προστασία). Το υπόλοιπο ποσοστό κατανέμεται στις υπόλοιπες ομάδες που προστατεύονται από τον νόμο (πολύτεκνες οικογένειες, αγωνιστές εθνικής αντίστασης και τα τέκνα τους).
- Σύμφωνα με το Άρθρο 2, οι φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα που είναι οι εξής: α) οι δημόσιες επιχειρήσεις και οι δημόσιοι Οργανισμοί, β) τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, που ανήκουν στο κράτος ή επιχορηγούνται τακτικώς από κρατικούς πόρους κατά τουλάχιστον 50% του ετήσιου προϋπολογισμού τους ή στα οποία το κράτος κατέχει τουλάχιστον το 51% του μετοχικού κεφαλαίου και γ) τα νομικά πρόσωπα που (1) είτε ανήκουν στα νομικά πρόσωπα που αναφέρονται στις δύο προηγούμενες περιπτώσεις ή στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ή στους Οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης κάθε βαθμίδας ή στην Κεντρική Ένωση Δήμων και Κοινοτήτων ή στις τοπικές ενώσεις δήμων και κοινοτήτων, (2) είτε επιχορηγούνται από τους φορείς αυτούς – τακτικώς κατά τουλάχιστον 50% του ετήσιου προϋπολογισμού τους, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις ή τα οικεία καταστατικά, (3) είτε έχουν μετοχικό κεφάλαιο, το 51% του οποίου τουλάχιστον κατέχουν οι παραπάνω φορείς (περίπτωση 8, άρθρο 2). Η ποσόστωση σε αυτούς τους φορείς ανέρχεται: α) για τα ίδια τα άτομα με αναπηρία (άμεση προστασία) στο 3% και β) για τους συγγενείς τους (έμμεση προστασία) στο 1% του ποσοστού 8% που προορίζεται για όλες τις προστατευόμενες από τον Νόμο ομάδες. Από την υποχρέωση αυτή εξαιρούνται οι επιχειρήσεις που εμφανίζουν στους ισολογισμούς τους αρνητικό αποτέλεσμα (ζημία) στις αμέσως δύο προηγούμενες από το έτος προκήρυξης χρήσεις (περίπτωση α της παρ. 1 του άρθρου 2).
- Οι ιδιωτικές επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις, ελληνικές ή ξένες, που λειτουργούν στην Ελλάδα με οποιαδήποτε μορφή, καθώς και οι θυγατρικές τους εταιρίες (ιδιωτικός τομέας) που απασχολούν προσωπικό πάνω από πενήντα άτομα. Η ποσόστωση σε αυτούς τους φορείς ανέρχεται: α) για τα ίδια τα άτομα με αναπηρία (άμεση προστασία) στο 2% και β) για τους συγγενείς τους (έμμεση προστασία) στο 1% του ποσοστού 8% που προορίζεται για όλες τις προστατευόμενες από τον νόμο ομάδες. Από την υποχρέωση αυτή εξαιρούνται οι προαναφερθέντες φορείς που εμφανίζουν στους ισολογισμούς τους αρνητικό αποτέλεσμα στις δύο αμέσως προηγούμενες από το έτος προκήρυξης χρήσεις (περίπτωση α, παρ. 1, άρθρου 2).
– Ειδικότερες ρυθμίσεις πρόσληψης και πρόσθετα μέτρα προστασίας.
Πέρα από τους καταγεγραμμένους ως άνω υπόχρεους φορείς, υπάρχουν και άλλοι που εντάσσονται σε ειδικότερες προβλέψεις. Οι φορείς του ευρύτερου δημοσίου τομέα της παρ. 8 του Άρθρου 2 υποχρεούνται να προσλαμβάνουν δικηγόρους σε ποσοστό 8% επί του συνολικού αριθμού των δικηγόρων που απασχολούνται στη νομική τους υπηρεσία. Οι Οργανισμοί κοινής ωφέλειας, οι τράπεζες και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου του Άρθρου 3, καθώς επίσης και οι δημόσιες υπηρεσίες, τα Ν.Π.Δ.Δ. και οι Ο.Τ.Α. κάθε βαθμίδας, υποχρεούνται, πέραν των προστατευόμενων προσώπων που προσλαμβάνουν, να διορίζουν ή να προσλαμβάνουν: α) στο 80% των κενών θέσεων τηλεφωνητών οικιακών τηλεφωνικών κέντρων, τυφλούς πτυχιούχους των σχολών εκπαίδευσης τυφλών τηλεφωνητών που υπάγονται στην εποπτεία των Υπουργείων Υγείας & Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, β) στο 1/5 των κενών θέσεων κλητήρων, νυχτοφυλάκων, καθαριστών – καθαριστριών, θυρωρών, κηπουρών και τραπεζοκόμων, θύματα πολέμου, πέραν των άλλων, και αναπήρους πολεμικής ή ειρηνικής περιόδου και τέκνα αναπήρων και θυμάτων πολέμου, εφόσον κατοικούν στην περιφέρεια του πρωτοδικείου όπου διορίζονται ή προσλαμβάνονται και είναι ικανοί να εκτελέσουν την εργασία που τους ανατίθεται (παρ. 5, άρθρο 2). Επιπλέον, η διάταξη του άρθρου 11 του ν. 3227/2004, πέραν των αλλαγών που επέφερε στο ν. 2643/1998, εισήγαγε και κάποιες νέες ρυθμίσεις, σχετικά με:
- Την πρόσληψη προστατευόμενων προσώπων σε Δημόσιες Υπηρεσίες, Νομικά Πρόσωπα Δημόσιου Δικαίου και Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Σχετικές προβλέψεις και στην Κ.Υ.Α. 201164 / 01-11-2004 (Φ.Ε.Κ. 1857/Β΄)
- Την πρόσληψη ατόμων με αναπηρία και προσώπων λοιπών προστατευόμενων κατηγοριών σε Δημόσιες Υπηρεσίες, Ν.Π.Δ.Δ. και Ο.Τ.Α κάθε βαθμίδας ως κλητήρων, νυχτοφυλάκων, καθαριστών, θυρωρών, κηπουρών και τραπεζοκόμων για την κάλυψη του 20% των κενών θέσεων των ειδικοτήτων αυτών. Σχετικές προβλέψεις και στην Κ.Υ.Α. 201164/01-11-2004 (Φ.Ε.Κ. 1857/Β΄).
- Την πρόσληψη τυφλών στους άνω φορείς για την κάλυψη του 80% των κενών θέσεων τηλεφωνητών οικιακών τηλεφωνικών κέντρων. Σχετικές προβλέψεις και στην Κ.Υ.Α. 201080/01-11-2004 (Φ.Ε.Κ. 1662/Β΄).
- Την πρόσληψη προστατευόμενων προσώπων σε φορείς του δημόσιου τομέα.
- Την πρόσληψη ατόμων με αναπηρία και προσώπων λοιπών προστατευόμενων κατηγοριών ως κλητήρων, νυχτοφυλάκων, καθαριστών, θυρωρών, κηπουρών και τραπεζοκόμων σε οργανισμούς κοινής ωφελείας, τράπεζες και φορείς του δημόσιου τομέα.
- Την πρόσληψη τυφλών τηλεφωνητών σε φορείς του δημόσιου τομέα. Σχετικές προβλέψεις και στην Κ.Υ.Α. 201080/01-11-2004 (Φ.Ε.Κ. 1662/Β΄).
- Την πρόσληψη ΑμεΑ και λοιπών προστατευόμενων προσώπων ως Δικηγόρων σε φορείς του Δημόσιου τομέα.
Τέλος, η παρεχόμενη κοινωνική προστασία ενισχύεται από τα ακόλουθα μέτρα: την απονομή ηθικών αμοιβών στις επιχειρήσεις που δείχνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την απασχόληση των προσώπων που προστατεύονται από τον νόμο, την καταβολή μέρους των δαπανών που απαιτείται για την επαγγελματική κατάρτιση των προσώπων που προστατεύει ο νόμος ή την εργονομική διευθέτηση της θέσης εργασίας (εύλογες προσαρμογές) καθώς και την επαύξηση της κανονικής άδειας των τοποθετουμένων κατά έξι εργάσιμες ημέρες.
– Οργάνωση και εποπτεία των προβλεπόμενων διαδικασιών.
Ο Ο.Α.Ε.Δ. είναι ο αρμόδιος φορέας για την έκδοση των προκηρύξεων του νόμου, τη μοριοδότηση και την τοποθέτηση, ενώ η Διεύθυνση Κοινωνικής Προστασίας του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης & Πρόνοιας έχει την ευθύνη συντονισμού όλων των διαδικασιών.
Για τη διαφύλαξη της αντικειμενικότητας των διαδικασιών εξέτασης των αιτήσεων των ενδιαφερομένων και της μοριοδότησης των ουσιαστικών, τυπικών και κοινωνικών κριτηρίων, έχουν συσταθεί και λειτουργούν:
- Οι πρωτοβάθμιες επιτροπές, γνωστές ως οι επιτροπές του Άρθρου 9, για την εξέταση των υποβαλλόμενων ενδικοφανών προσφυγών από μέρους των εργοδοτών, στις οποίες συμμετέχουν και εκπρόσωποι των αντιπροσωπευτικών τους φορέων, μεταξύ των οποίων και εκπρόσωποι του εθνικού αναπηρικού κινήματος στην περίπτωση των τοποθετούμενων ατόμων με αναπηρία.
- Οι δευτεροβάθμιες επιτροπές, για την εξέταση των υποβαλλόμενων ενδικοφανών προσφυγών από μέρους των τοποθετούμενων, στις οποίες ομοίως συμμετέχουν και εκπρόσωποι των αντιπροσωπευτικών τους φορέων, μεταξύ των οποίων και εκπρόσωποι του εθνικού αναπηρικού κινήματος στην περίπτωση των τοποθετούμενων ατόμων με αναπηρία.
Πέραν των ως άνω Επιτροπών, έχει συσταθεί Κεντρική Επιτροπή ελέγχου, στην οποία συμμετέχουν εκπρόσωποι των αντιπροσωπευτικών φορέων των προστατευόμενων από τον νόμο κατηγοριών, συμπεριλαμβανομένων και εκπροσώπων του εθνικού αναπηρικού κινήματος, λόγω των παραλείψεων και των αδυναμιών που εντοπίστηκαν κατά την εφαρμογή του νόμου από τους εμπλεκόμενους φορείς.
– Κυρώσεις
Οι κυρώσεις που προβλέπονται για τους εργοδότες όταν δεν εφαρμόζουν τον νόμο είναι: α) πρόστιμο ίσο με έξι κατώτατους μηνιαίους μισθούς ιδιωτικού υπάλληλου, σύμφωνα με τις εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις των εθνικών γενικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας, εάν έχουμε περίπτωση άρνησης πρόσληψης προστατευόμενου προσώπου, β) πρόστιμο ίσο με τις αποδοχές που δικαιούται ο τοποθετούμενος για κάθε ημέρα καθυστέρησης της πρόσληψής του, εφόσον εμφανίστηκε στον υπόχρεο εργοδότη.
B.2.3 Προεδρικό Διάταγμα 6/1996 «Ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας στους χώρους εργασίας»
Το Προεδρικό Διάταγμα 6/1996 θεσπίστηκε σε συμμόρφωση με την Οδηγία 89/654/ΕΟΚ και επιβάλλει τη λήψη μέτρων στους εργασιακούς χώρους για την ικανοποίηση των αναγκών των εργαζόμενων με αναπηρία και τη διευκόλυνση της πρόσβασής τους στην απασχόληση και την εργασία. Μπορεί, σαφώς, να χρησιμοποιηθεί συνδυαστικά με το άρ. 10 του ν. 3304/2005, το οποίο προβλέπει ότι ο εργοδότης υποχρεώνεται να λαμβάνει όλα τα ενδεδειγμένα κατά περίπτωση μέτρα, προκειμένου τα άτομα με αναπηρία να έχουν τη δυνατότητα πρόσβασης σε μία θέση εργασίας, άσκησης αυτής και εξέλιξης, καθώς επίσης συμμετοχής στην επαγγελματική κατάρτιση («εύλογα μέτρα προσαρμογής»). Μπορεί να χρησιμοποιηθεί συνδυαστικά και με το άρ. 2η΄ του ν. 3996/2011, το οποίο ορίζει τον Σ.Ε.Π.Ε. ως αρμόδιο να ελέγχει την εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης, σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στο άρθρο 19 του ν. 3304/2005 και κατ’ εφαρμογή του άρθρου 10 του ν. 3304/2005. Φυσικά, ισχύει είτε γι’ αυτούς που έχουν τοποθετηθεί με το ν. 2643/1998 είτε όχι.
Ειδικότερα:
Στο Παράρτημα Ι του Άρθρου 10 του ΠΔ προβλέπονται οι εξής ελάχιστες προδιαγραφές για τους εργαζομένους με αναπηρία στους χώρους εργασίας που χρησιμοποιούνται για πρώτη φορά ή υφίστανται μεταβολές, επεκτάσεις ή και μετατροπές μετά τις 31.12.1994:
«22. Εργαζόμενοι με ειδικές ανάγκες.
22.1. Ο σχεδιασμός των κτιρίων πρέπει να γίνεται έτσι ώστε οι εργαζόμενοι με ειδικές ανάγκες να κινούνται και να εργάζονται ανεμπόδιστα.
22.2. Οι χώροι εργασίας πρέπει να είναι διαρρυθμισμένοι έτσι, ώστε να λαμβάνονται υπόψη, κατά περίπτωση, οι ιδιαιτερότητες των εργαζομένων με ειδικές ανάγκες. Ιδιαίτερη μέριμνα θα πρέπει να δοθεί στο σωστό σχεδιασμό σύμφωνα με τις οδηγίες του ΥΠΕΧΩΔΕ (Γραφείο μελετών για άτομα με ειδικές ανάγκες). Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται, ιδίως, για τις θύρες, τους διαδρόμους επικοινωνίας, τα κλιμακοστάσια, τα σημεία τοποθέτησης των διακοπτών τεχνητού φωτισμού και του εξοπλισμού έκτακτης ανάγκης, τα λουτρά (ντους), τους νιπτήρες, τα αποχωρητήρια, την επίπλωση, τις εγκαταστάσεις, τον τεχνικό εξοπλισμό και τις θέσεις εργασίας που χρησιμοποιούνται ή καταλαμβάνονται από εργαζόμενους με ειδικές ανάγκες».
Επίσης, στο Παράρτημα ΙΙ του ιδίου άρθρου, προβλέπονται οι εξής ελάχιστες προδιαγραφές για τους εργαζόμενους με αναπηρία στους χώρους εργασίας που έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί πριν την 01.01.1995:
«21. Εργαζόμενοι με ειδικές ανάγκες.
Οι χώροι εργασίας πρέπει να είναι διαρρυθμισμένοι έτσι ώστε να λαμβάνονται υπόψη, κατά περίπτωση, οι ιδιαιτερότητες των εργαζομένων με ειδικές ανάγκες. Ιδιαίτερη μέριμνα θα πρέπει να δοθεί στο σωστό σχεδιασμό σύμφωνα με τις οδηγίες του ΥΠΕΧΩΔΕ (Γραφείο μελετών για άτομα με ειδικές ανάγκες).
Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται, ιδίως, για τις θύρες, τους διαδρόμους επικοινωνίας, τα κλιμακοστάσια, τα σημεία τοποθέτησης των διακοπτών τεχνητού φωτισμού και του εξοπλισμού έκτακτης ανάγκης, τα λουτρά (ντους), τους νιπτήρες, τα αποχωρητήρια, την επίπλωση, τις εγκαταστάσεις, τον τεχνικό εξοπλισμό και τις θέσεις εργασίας που χρησιμοποιούνται ή καταλαμβάνονται από εργαζόμενους με ειδικές ανάγκες».
B.2.4 Υπαλληλικός Κώδικας (νόμος 3528/2007, έτσι όπως τροποποιήθηκε με το νόμο 3839/2010)
Στο νέο Υπαλληλικό Κώδικα υπάρχουν διατάξεις και ρυθμίσεις, που αφορούν ειδικότερα τα ΑμεΑ, ως ακολούθως.
- Άρθρο 7 «Υγεία»
- Υπάλληλοι διορίζονται όσοι έχουν την υγεία που τους επιτρέπει την εκτέλεση των καθηκόντων της αντίστοιχης θέσης. Η έλλειψη φυσικών σωματικών δεξιοτήτων δεν εμποδίζει την πρόσληψη, εφόσον ο υπάλληλος, με την κατάλληλη και δικαιολογημένη τεχνική υποστήριξη, μπορεί να ασκήσει τα καθήκοντα της αντίστοιχης θέσης. Ειδικές διατάξεις για το διορισμό ατόμων με αναπηρία δεν θίγονται.
- Η υγεία και η φυσική καταλληλότητα των υποψήφιων υπαλλήλων να ασκήσουν τα καθήκοντα της αντίστοιχης θέσης πιστοποιούνται από τις αρμόδιες υγειονομικές επιτροπές, με βάση το παραπεμπτικό έγγραφο, στο οποίο περιγράφονται από την υπηρεσία, σε γενικές γραμμές, τα καθήκοντα της θέσης που πρόκειται να καταληφθεί.
- Άρθρο 8 «Στερητική ή επικουρική δικαστική συμπαράσταση»
- Δεν διορίζονται υπάλληλοι:
δ) Όσοι τελούν υπό στερητική δικαστική συμπαράσταση (πλήρη ή μερική), υπό επικουρική δικαστική συμπαράσταση (πλήρη ή μερική) και υπό τις δυο αυτές καταστάσεις.
- Άρθρο 12 «Τρόπος πλήρωσης θέσεων»
- Η πλήρωση των θέσεων διέπεται από τις αρχές της ίσης ευκαιρίας συμμετοχής, της αξιοκρατίας, της αντικειμενικότητας, της κοινωνικής αλληλεγγύης, της διαφάνειας και της δημοσιότητας.
- Άρθρο 21 «Αναδιορισμός»
- Ο υπάλληλος, που απολύθηκε λόγω σωματικής ή πνευματικής ανικανότητας, αναδιορίζεται μέσα σε μια (1) πενταετία από την απόλυση, εφόσον: α) είχε τουλάχιστον τριετή ευδόκιμη υπηρεσία, β) υπέβαλε αίτηση αναδιορισμού μέσα σε αποκλειστική προθεσμία πέντε (5) ετών από την απόλυση, γ) έχει όλα τα τυπικά προσόντα, εκτός από την ηλικία, που απαιτούνται για την κατάληψη της θέσης κατά το χρόνο του αναδιορισμού.
- Ο υπάλληλος αναδιορίζεται μετά από γνωμοδότηση της οικείας υγειονομικής επιτροπής, με την οποία διαπιστώνεται ότι αποκαταστάθηκε η σωματική ή πνευματική του ικανότητα, σε βαθμό που του επιτρέπει να ασκεί τα καθήκοντά του. Ο υπάλληλος παραπέμπεται στην επιτροπή μέσα σε προθεσμία ενός (1) μηνός από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης αναδιορισμού.
- Για τον αναδιορισμό αποφασίζει το υπηρεσιακό συμβούλιο. Ο υπάλληλος αναδιορίζεται με το βαθμό που έφερε κατά το χρόνο της απόλυσής του. Στην περίπτωση που δεν υπάρχει κατά το χρόνο του αναδιορισμού κενή θέση, συνιστάται προσωποπαγής θέση με την απόφαση αναδιορισμού. Ο αναδιοριζόμενος σε προσωποπαγή θέση καταλαμβάνει την πρώτη θέση που κενούται στον οικείο κλάδο και βαθμό.
- Οι διατάξεις των άρθρων 16 έως 20 που αναφέρονται στο διορισμό ισχύουν και για τον αναδιορισμό.
- Άρθρο 50 «Δικαίωμα ειδικής άδειας»
- Υπάλληλοι που πάσχουν ή έχουν σύζυγο ή τέκνο που πάσχει από νόσημα το οποίο απαιτεί τακτικές μεταγγίσεις αίματος ή χρήζει περιοδικής νοσηλείας δικαιούνται άδεια με αποδοχές έως είκοσι δυο (22) εργάσιμες ημέρες το χρόνο. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται μετά από πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, καθορίζονται τα νοσήματα του προηγούμενου εδαφίου.
- Η άδεια της προηγούμενης παραγράφου χορηγείται και σε υπαλλήλους που έχουν τέκνα που πάσχουν από βαριά νοητική στέρηση ή σύνδρομο Down.
- Υπάλληλοι με ποσοστό αναπηρίας πενήντα τοις εκατό (50%) και άνω δικαιούνται από την υπηρεσία κάθε ημερολογιακό έτος άδεια με αποδοχές έξι (6) εργάσιμων ημερών επιπλέον της κανονικής τους άδειας.
- Άρθρο 53 «Διευκολύνσεις υπαλλήλων με οικογενειακές υποχρεώσεις»
- Ο χρόνος εργασίας του γονέα υπαλλήλου μειώνεται κατά δυο (2) ώρες ημερησίως εφόσον έχει τέκνα ηλικίας έως δυο (2) ετών και κατά μια (1) ώρα, εφόσον έχει τέκνα ηλικίας από δυο (2) έως τεσσάρων (4) ετών.
Ο γονέας υπάλληλος δικαιούται εννέα (9) μήνες άδεια με αποδοχές για ανατροφή παιδιού, εφόσον δεν κάνει χρήση του κατά το προηγούμενο εδάφιο μειωμένου ωραρίου.
Για το γονέα που είναι άγαμος ή χήρος ή διαζευγμένος ή έχει αναπηρία 67% και άνω, το κατά μια ώρα μειωμένο ωράριο του πρώτου εδαφίου ή η άδεια του προηγούμενου εδαφίου προσαυξάνεται κατά έξι (6) μήνες ή ένα (1) μήνα αντίστοιχα.
Στην περίπτωση γέννησης 4ου τέκνου, το μειωμένο ωράριο εργασίας παρατείνεται για δυο (2) ακόμη έτη.
- Άρθρο 54 «Δικαίωμα αναρρωτικής άδειας»
- Στον υπάλληλο που είναι ασθενής ή χρειάζεται να αναρρώσει, χορηγείται αναρρωτική άδεια με αποδοχές τόσων μηνών όσα είναι τα έτη της υπηρεσίας του, από την οποία αφαιρείται το σύνολο των αναρρωτικών αδειών που τυχόν έχει λάβει μέσα στην προηγούμενη πενταετία. Αναρρωτική άδεια χορηγούμενη χωρίς διακοπή δεν μπορεί να υπερβεί τους δώδεκα (12) μήνες. Χρόνος υπηρεσίας τουλάχιστον έξι (6) μηνών θεωρείται ως πλήρες έτος.
- Στην αναρρωτική άδεια συνυπολογίζονται και οι ημέρες απουσίας λόγω ασθένειας που προηγήθηκαν της άδειας.
- Στον υπάλληλο που πάσχει από δυσίατο νόσημα, χορηγείται αναρρωτική άδεια, της οποίας η διάρκεια είναι διπλάσια από τη διάρκεια των αδειών των προηγούμενων παραγράφων.
- Τα δυσίατα νοσήματα καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης που εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Κεντρικού Συμβουλίου Υγείας.
- Άρθρο 56 «Διαδικασία χορήγησης αναρρωτικής άδειας»
- Άδεια διάρκειας πέραν του ενός (1) μηνός για ψυχική νόσο δεν χορηγείται αν δεν έχει προηγηθεί νοσηλεία σε δημόσιο νοσοκομείο. Παράτασή της ή χορήγηση νέας άδειας, εφόσον υπερβαίνει, συνολικώς ή τμηματικώς, τον ένα (1) μήνα μέσα στο ίδιο ημερολογιακό έτος χορηγείται ύστερα από αναλυτική έκθεση θεράποντος ιατρού και έκθεση εξέτασης λειτουργικότητας του ασθενούς, το περιεχόμενο των οποίων καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Με την ίδια απόφαση ορίζονται τα όργανα που δικαιούνται να προβαίνουν σε εξέταση λειτουργικότητας του ασθενούς, καθώς και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια.
- Ύστερα από κάθε εξέταση, καθώς και μετά τη λήξη του ανώτατου χρονικού ορίου αναρρωτικής άδειας, οι υγειονομικές επιτροπές γνωμοδοτούν εάν η νόσος είναι ιάσιμη ή όχι. Στη δεύτερη περίπτωση, και αφού η γνωμάτευση γίνει οριστική, ο υπάλληλος απολύεται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 153.
Οι προϊστάμενες αρχές της οικείας υπηρεσίας μπορούν να παραπέμπουν και αυτεπαγγέλτως υπαλλήλους στις δευτεροβάθμιες υγειονομικές επιτροπές για απόλυσή τους, εάν κριθούν ότι δεν μπορούν να εκτελούν τα καθήκοντά τους λόγω σωματικής ή πνευματικής ανικανότητας, και πριν χορηγηθεί αναρρωτική άδεια ή μετά τη λήξη αναρρωτικής άδειας.
- Κατά της γνωμοδότησης αρμόδιας υγειονομικής επιτροπής για απαλλαγή εκ της υπηρεσίας λόγω ασθένειας, δικαιούται ο ενδιαφερόμενος να ασκήσει προσφυγή σε αποκλειστική προθεσμία δέκα (10) ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης της υγειονομικής επιτροπής ενώπιον της επιτροπής προσφυγών του άρθρου 166. Στην ίδια επιτροπή μπορεί να ασκήσει προσφυγή ο υπάλληλος κατά της γνωμάτευσης της αρμόδιας υγειονομικής επιτροπής με την οποία κρίθηκε ανίκανος για ανάληψη υπηρεσίας.
- Άρθρο 99 «Θέση σε διαθεσιμότητα»
- Ο υπάλληλος τίθεται σε διαθεσιμότητα λόγω ασθένειας ή επειδή καταργείται η θέση του, σύμφωνα με τις διατάξεις των επόμενων άρθρων.
- Με την επιφύλαξη των διατάξεων των επόμενων άρθρων, η πράξη θέσης του υπαλλήλου σε διαθεσιμότητα και η πράξη επαναφοράς του στην υπηρεσία, εκδίδονται από τον Υπουργό ή το ανώτατο μονομελές όργανο διοίκησης του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή, αν δεν υπάρχει, τον πρόεδρο του συλλογικού οργάνου διοίκησης του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, μετά από απόφαση του υπηρεσιακού συμβουλίου.
- Κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας παύει η άσκηση των καθηκόντων του υπαλλήλου, κύριων ή παρεπόμενων. Ο χρόνος της διαθεσιμότητας δεν υπολογίζεται για βαθμολογική εξέλιξη.
- Άρθρο 100 «Διαθεσιμότητα λόγω ασθένειας»
- Ο υπάλληλος τίθεται, αυτεπάγγελτα ή με αίτησή του, σε διαθεσιμότητα λόγω ασθένειας, όταν αυτή παρατείνεται πέρα από το μέγιστο χρόνο αναρρωτικής άδειας του άρθρου 54 του παρόντος, είναι όμως, κατά την εκτίμηση της υγειονομικής επιτροπής, ιάσιμη.
- Η διαθεσιμότητα αρχίζει από τη λήξη της αναρρωτικής άδειας και δεν μπορεί να υπερβεί το ένα (1) και για τα δυσίατα νοσήματα τα δύο (2) έτη.
- Κατά το τελευταίο δεκαπενθήμερο πριν από τη λήξη του ανώτατου ορίου διαθεσιμότητας οι επιτροπές των άρθρων 165 ή 167 υποχρεούνται, ύστερα από ερώτημα της υπηρεσίας, να γνωμοδοτήσουν για την ικανότητα του υπαλλήλου να επανέλθει στα καθήκοντά του. Αν η επιτροπή γνωματεύσει αρνητικά, ο υπάλληλος απολύεται υποχρεωτικά, σύμφωνα με το άρθρο 153 του Κώδικα. Ο υπάλληλος μπορεί να παραπεμφθεί προς εξέταση στην αρμόδια υγειονομική επιτροπή, ύστερα από αίτησή του ή αυτεπάγγελτα και πριν από το χρόνο λήξης της διαθεσιμότητας. Στην περίπτωση αυτή, αν η επιτροπή γνωματεύσει αρνητικά, ο υπάλληλος απολύεται υποχρεωτικά με τη λήξη του χρόνου της διαθεσιμότητας.
- Οι διατάξεις των άρθρων 31-35 του Κώδικα εφαρμόζονται και για τους υπαλλήλους που τίθενται σε διαθεσιμότητα λόγω ασθένειας.
Σημείωση: Ως δυσίατα νοσήματα θεωρούνται οι νοσηρές καταστάσεις και τα νοσήματα, που απαιτούν μακροχρόνια νοσηλεία ή θεραπεία, προσβάλλουν ένα ή περισσότερα όργανα και χαρακτηρίζονται από εξάρσεις ή υφέσεις. Τα νοσήματα αυτά θεωρούνται κατ’ αρχήν ιάσιμα ή θεραπεύσιμα, προσδοκάται δε ότι η καλή χρήση της διπλάσιας αναρρωτικής άδειας θα συντελέσει στην λειτουργική επανένταξη του δημοσίου υπαλλήλου, οπότε και παύει να ισχύει το ευεργέτημα της παρατεταμένης αναρρωτικής άδειας.
- Άρθρο 102 «Αποδοχές διαθεσιμότητας»
- Ο υπάλληλος κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας δικαιούται τα τρία τέταρτα των αποδοχών του.
- Επιδόματα ασθενείας, που καταβάλλονται σε υπαλλήλους νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας, εκπίπτουν από τις αποδοχές του υπαλλήλου, εφόσον η ασφάλισή του θεμελιώνεται και στη συνεισφορά του νομικού προσώπου.
- Άρθρο 152 «Λόγοι απόλυσης»
Ο υπάλληλος απολύεται μόνο για τους επόμενους λόγους:
α) επιβολή της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσης,
β) σωματική ή πνευματική ανικανότητα,
γ) κατάργηση της θέσης στην οποία υπηρετεί,
δ) συμπλήρωση ορίου ηλικίας και τριακονταπενταετίας,
ε) ακαταλληλότητα κατά το άρθρο 95 του Κώδικα.
- Άρθρο 153 «Απόλυση για σωματική ή πνευματική ανικανότητα»
- Ο υπάλληλος απολύεται ύστερα από απόφαση του υπηρεσιακού συμβουλίου, αν διαπιστωθεί σωματική ή πνευματική ανικανότητα, σύμφωνα με τα άρθρα 100, 165 και 167 του Κώδικα. Δεν απολύεται ο υπάλληλος αν η ανικανότητα του επιτρέπει την άσκηση άλλων καθηκόντων.
- Ο υπάλληλος που απολύεται σύμφωνα με την παρ. 1 του παρόντος άρθρου αναδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 21 του παρόντος Κώδικα.
- Άρθρο 164 «Είδη υγειονομικών επιτροπών»
- Αρμόδιες να αποφαίνονται για θέματα υγείας των υπαλλήλων είναι οι υγειονομικές επιτροπές που διακρίνονται σε:
α) πρωτοβάθμιες β) δευτεροβάθμιες γ) προσφυγών δ) ειδικές.
- Αρμόδιες να γνωματεύουν προκειμένου να χορηγηθούν αναρρωτικές άδειες σε μόνιμους υπαλλήλους του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, οι οποίοι κατά τη μονιμοποίησή τους διατήρησαν την υγειονομική ασφάλιση του Ι.Κ.Α., είναι οι οικείες υγειονομικές επιτροπές του Ι.Κ.Α.
- Άρθρο 165 «Πρωτοβάθμιες και δευτεροβάθμιες υγειονομικές επιτροπές»
- Σε κάθε νομό και νομαρχιακό διαμέρισμα συνιστώνται, με απόφαση του οικείου Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας, μια ή περισσότερες πρωτοβάθμιες υγειονομικές επιτροπές, που αποτελούνται από τρία (3) μέλη και συγκροτούνται από γιατρούς του Δημοσίου ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή Ο.Τ.Α. που υπηρετούν στο νομό ή το νομαρχιακό διαμέρισμα.
Οι πρωτοβάθμιες υγειονομικές επιτροπές είναι αρμόδιες να γνωματεύουν, ύστερα από ερώτημα της υπηρεσίας: α) για τη χορήγηση αναρρωτικών αδειών, β) για την πιστοποίηση της υγείας των υποψηφίων για διορισμό, γ) για το χαρακτηρισμό νοσημάτων που χρήζουν νοσηλείας για τη χορήγηση άδειας έως είκοσι δυο (22) εργάσιμων ημερών το χρόνο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 50 παρ. 2 του παρόντος και δ) για κάθε άλλο θέμα υγείας του υπαλλήλου το οποίο έχει σχέση με τα υπηρεσιακά του καθήκοντα.
Αν συσταθούν περισσότερες επιτροπές, με την απόφαση σύστασής τους ορίζονται η έδρα και η χωρική αρμοδιότητά τους.
- Στην έδρα κάθε Περιφέρειας μπορεί να συνιστάται με απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας δευτεροβάθμια υγειονομική επιτροπή, που αποτελείται από πέντε (5) μέλη και συγκροτείται από γιατρούς του Δημοσίου ή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή Ο.Τ.Α. που υπηρετούν στο νομό.
Οι δευτεροβάθμιες υγειονομικές επιτροπές είναι αρμόδιες: α) για την κρίση ενστάσεων κατ΄ αποφάσεων των πρωτοβάθμιων επιτροπών κατά το άρθρο 56 παρ. 5, β) για την απόλυση από την υπηρεσία λόγω ασθενείας όταν δεν συντρέχει περίπτωση του άρθρου 153 παρ. 1 εδάφιο δεύτερο του παρόντος και γ) για την κρίση της αποκατάστασης της υγείας όσων αναδιορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 21 του παρόντος.
Στις δευτεροβάθμιες επιτροπές δεν μπορεί να μετέχει μέλος που μετείχε στην πρωτοβάθμια επιτροπή κατά της οποίας στρέφεται η ένσταση.
- Οι αρνητικές αποφάσεις των υγειονομικών επιτροπών κοινοποιούνται απευθείας στον ενδιαφερόμενο και στην υπηρεσία του.
- Άρθρο 166 «Επιτροπές προσφυγών»
- Με απόφαση του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης συνιστώνται, τον Ιανουάριο κάθε δεύτερου έτους, στις έδρες των ιατρικών τμημάτων Πανεπιστημίων, επιτροπές προσφυγών που αποτελούνται από τρεις (3) καθηγητές ιατρικών τμημάτων Πανεπιστημίων οποιασδήποτε βαθμίδας. Με την ίδια απόφαση ορίζεται η έδρα, η αρμοδιότητα, ο τρόπος λειτουργίας τους και η ειδικότητα των μελών τους.
- Οι επιτροπές προσφυγών αποφαίνονται για τις προσφυγές σε όσες περιπτώσεις ρητά προβλέπει ο Κώδικας.
- Άρθρο 167 «Ειδικές υγειονομικές επιτροπές»
- Με απόφαση του Υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης συνιστώνται ειδικές υγειονομικές επιτροπές αποτελούμενες από τρεις (3) καθηγητές ιατρικών τμημάτων Πανεπιστημίων οποιασδήποτε βαθμίδας. Με την ίδια απόφαση ορίζεται η συγκρότηση των ειδικών υγειονομικών επιτροπών κατά ειδικότητα σε σχέση προς τα είδη των δυσίατων νοσημάτων, η χωρική αρμοδιότητά τους και ο τρόπος λειτουργίας τους, καθώς και η αμοιβή των μελών και του γραμματέα.
- Οι ειδικές υγειονομικές επιτροπές γνωματεύουν για τη χορήγηση αναρρωτικών αδειών σε υπαλλήλους που πάσχουν από δυσίατα νοσήματα και για την απαλλαγή τους από την υπηρεσία, εφόσον δεν μπορούν να εκτελούν τα καθήκοντά τους, λόγω σωματικής ή πνευματικής ανικανότητας που οφείλεται στα νοσήματα αυτά.
Οι γνωματεύσεις των επιτροπών αυτών υπόκεινται σε προσφυγή στις επιτροπές του άρθρου 166 του Κώδικα, τόσο από τον ενδιαφερόμενο υπάλληλο όσο και από τη Διοίκηση, μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών από τη γνωστοποίησή τους.
B.2.5 Νόμος 3996/2011 «Αναμόρφωση του Σώματος Επιθεωρητών Εργασίας, ρυθμίσεις θεμάτων Κοινωνικής Ασφάλισης και άλλες διατάξεις»
Ο ελεγκτικός ρόλος του Σώματος Επιθεωρητών Εργασίας προβλεπόταν ήδη με το ν. 2639/1998 (άρ. 7 εδ. α΄), ο οποίος όριζε ότι το Σ.Ε.Π.Ε. είναι αρμόδιο: «β) Να προβαίνει σε κάθε είδους αναγκαία εξέταση, έλεγχο ή έρευνα αναφορικά με τη διαπίστωση της τήρησης και εφαρμογής των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας της σχετικής με τους όρους και τις συνθήκες εργασίας, ιδίως τα χρονικά όρια εργασίας, την αμοιβή ή άλλες παροχές, την ασφάλεια και την υγεία των εργαζόμενων, τους ειδικούς όρους και συνθήκες εργασίας των ευπαθών ομάδων εργαζομένων (όπως νέοι, γυναίκες σε κατάσταση εγκυμοσύνης ή λοχείας, άτομα με ειδικές ανάγκες), καθώς και ειδικών κατηγοριών εργαζομένων». Ωστόσο, οι προβλέψεις αυτές δεν είχαν πρακτικό αντίκρυσμα, με αποτέλεσμα να καταγράφονται σοβαρά ελλείμματα στους χώρους εργασίας των ατόμων με αναπηρία, εξαιτίας ακριβώς της απουσίας ελέγχων και κυρώσεων.
Μετά τις πιέσεις που άσκησε το αναπηρικό κίνημα στην Πολιτεία, προκειμένου να ενισχυθεί και να πραγματωθεί ως δει ο ρόλος του Σ.Ε.Π.Ε., ψηφίστηκαν στο ν. 3996/2011 ειδικές διατάξεις που αποκρυστάλλωναν τις αρμοδιότητες του Σώματος ελέγχου. Ενδεικτικά, αρμοδιότητες του Σ.ΕΠ.Ε. συνιστούν οι παρακάτω:
- Η επίβλεψη της τήρησης και εφαρμογής των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας της σχετικής ιδίως με τους όρους και τις συνθήκες εργασίας, τα χρονικά όρια εργασίας, την αμοιβή ή άλλες παροχές, την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων, τους ειδικούς όρους και συνθήκες εργασίας των ευπαθών ομάδων εργαζομένων (όπως ανήλικοι, νέοι, γυναίκες σε κατάσταση εγκυμοσύνης ή λοχείας, άτομα με αναπηρία), καθώς και ειδικών κατηγοριών εργαζομένων (Άρθρο 2, παρ. 2, εδάφιο αα).
- Η επίβλεψη της τήρησης και εφαρμογής της νομοθεσίας για την προώθηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης στον τομέα της απασχόλησης και της εργασίας (Άρθρο 2, παρ. 2, εδάφιο εε). (Αφορά στην εφαρμογή του ν.3304/2005).
- Η έρευνα, ανακάλυψη, εντοπισμός και δίωξη των παραβατών των προαναφερθέντων (Άρθρο 2, παρ. 2, εδάφιο β).
- Ο έλεγχος της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανεξαρτήτως φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, θρησκευτικών ή άλλων πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού λαμβάνοντας υπόψη και τις περιπτώσεις πολλαπλής διάκρισης σύμφωνα με όσα ειδικότερα προβλέπονται στο Άρθρο 19 του ν.3304/2005. Κατ’ εφαρμογή του Άρθρου 10 του ν.3304/2005, ελέγχει την τήρηση της ίσης μεταχείρισης έναντι των ατόμων με αναπηρία, στα οποία περιλαμβάνονται και οι οροθετικοί, παρέχει συμβουλές προς τους εργοδότες και τους εργαζομένους σχετικά με τους όρους της ίσης μεταχείρισης και διασφαλίζει ότι οι εργοδότες προχωρούν σε όλες τις εύλογες προσαρμογές με τη λήψη όλων των ενδεδειγμένων, κατά περίπτωση, μέτρων, προκειμένου να διασφαλιστεί ιδίως η πρόσβαση και η παραμονή των ατόμων με αναπηρία στην εργασία, καθώς και η συμμετοχή τους στην επαγγελματική κατάρτιση (Άρθρο 2, παρ. 2, εδάφιο η).
Επιπρόσθετα, το Σ.Ε.Π.Ε. μπορεί να παρεμβαίνει συμφιλιωτικά, μετά την υποβολή σχετικού αιτήματος και εφόσον προηγηθεί έλεγχος, για την επίλυση συλλογικών και ατομικών εργατικών διαφορών, οι οποίες μπορούν, μεταξύ άλλων, να αφορούν στην απασχόληση ειδικών κατηγοριών μισθωτών και στην αρχή της ισότητας και της ίσης μεταχείρισης (Άρθρο 3, παρ 2). Κατά τη διάρκεια της συμφιλιωτικής διαδικασίας μπορεί για την υποστήριξη κωφού ή βαρήκοου ατόμου να παρίσταται διερμηνέας νοηματικής γλώσσας από το Μητρώο Διερμηνέων Νοηματικής Γλώσσας της Ομοσπονδίας Κωφών Ελλάδος (Άρθρο 3, παρ.12).
Πέραν της συνδυαστικής εφαρμογής των ανωτέρω διατάξεων με το Άρθρο 10 του ν.3304/2005 για τις εύλογες προσαρμογές, όπως προβλέπει και το ίδιο το κείμενο του ν. 3996/2011 στο άρθρο 2, δυνατή είναι και η συνδυαστική εφαρμογή τους με τις διατάξεις του ΠΔ 16/1996, σχετικά με τις ελάχιστες προδιαγραφές για την υγιεινή και ασφάλεια στους χώρους εργασίας των εργαζομένων με αναπηρία.
B.2.6 Νόμος 4019/2011 «Κοινωνική Οικονομία και Κοινωνική Επιχειρηματικότητα και λοιπές διατάξεις»
Ως κοινωνική οικονομία ορίζεται, σύμφωνα με το άρθρο 1§1 του νόμου, το σύνολο των οικονομικών, επιχειρηματικών, παραγωγικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων που αναλαμβάνονται από νομικά πρόσωπα ή ενώσεις προσώπων οι οποίες επιδιώκουν καταστατικά το συλλογικό όφελος και εξυπηρετούν γενικότερα κοινωνικά συμφέροντα. Πρόκειται για το λεγόμενο τρίτο τομέα ή τρίτο σύστημα ή μη κερδοσκοπικό τομέα της οικονομίας ή αλληλέγγυα οικονομία., η οποία βρίσκεται μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού οικονομικού τομέα.
Την κοινωνική οικονομία ασκούν Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου (ΝΠΙΔ) και συγκεκριμένα Εταιρίες Περιορισμένης Ευθύνης (Ε.Π.Ε.), υπό τη μορφή των κοινωνικών συνεταιριστικών επιχειρήσεων ένταξης, κοινωνικής φροντίδας και συλλογικού και παραγωγικού σκοπού. Ο στόχος των πρώτων είναι η προώθηση της διαδικασίας κοινωνικής ενσωμάτωσης ατόμων που ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού (που συναπαρτίζονται κατά νόμο από τις ευάλωτες και τις ειδικές πληθυσμιακές ομάδες), κυρίως μέσω της προώθησής τους στην απασχόληση (άρ. 1§3).
Οι δεύτερες αφορούν την κοινωνική φροντίδα, δηλαδή την «παραγωγή και παροχή προϊόντων και υπηρεσιών κοινωνικού προνοιακού χαρακτήρα σε συγκεκριμένες ομάδες πληθυσμού, όπως είναι οι ηλικιωμένοι, τα βρέφη, τα παιδιά, τα άτομα με αναπηρία και τα άτομα με χρόνιες παθήσεις» (άρ. 1§5 και 2§2β). Οι τρίτες αφορούν την «παραγωγή προϊόντων και παροχή υπηρεσιών για την ικανοποίηση των αναγκών της συλλογικότητας (πολιτισμός, περιβάλλον, οικολογία, εκπαίδευση, παροχές κοινής ωφέλειας, αξιοποίηση τοπικών προϊόντων, διατήρηση παραδοσιακών δραστηριοτήτων και επαγγελμάτων κ.ά.) που προάγουν το τοπικό και συλλογικό συμφέρον, την προώθηση της απασχόλησης, την ενδυνάμωση της κοινωνικής συνοχής και την ενδυνάμωση της τοπικής ή περιφερειακής ανάπτυξης» (Άρθρο 2§2γ).
Σχετικά με το οικονομικό κομμάτι των κοινωνικών επιχειρήσεων, ο νόμος ορίζει ότι «οι πόροι της Κοιν.Σ.Επ. αποτελούνται από το κεφάλαιο της επιχείρησης, δωρεές τρίτων, έσοδα από την αξιοποίηση της περιουσίας της, έσοδα από την επιχειρηματική δραστηριότητα της, επιχορηγήσεις από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, την Ευρωπαϊκή Ένωση, διεθνείς ή εθνικούς οργανισμούς ή Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης Α’ και Β’ βαθμού, έσοδα από άλλα προγράμματα, κεφάλαια από κληροδοτήματα, δωρεές και παραχωρήσεις της χρήσης περιουσιακών στοιχείων, καθώς και κάθε άλλο έσοδο από την ανάπτυξη των δραστηριοτήτων της σύμφωνα με το καταστατικό της» (άρ. 8). Επιπλέον, «τα κέρδη της Κοινωνικής Συνεταιριστικής Επιχείρησης δε διανέμονται στα μέλη της, εκτός αν τα μέλη αυτά είναι και εργαζόμενοι σε αυτή, οπότε εφαρμόζεται η παράγραφος 2» (άρ. 7§1). Τα κέρδη διατίθενται ετησίως κατά ποσοστό 5% για το σχηματισμό αποθεματικού, κατά ποσοστό έως 35% διανέμονται στους εργαζομένους της επιχείρησης ως κίνητρο παραγωγικότητας σύμφωνα με τα οριζόμενα στο καταστατικό τους και το υπόλοιπο διατίθεται για τις δραστηριότητες της επιχείρησης και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας» (άρ. 7§2).
Οι Φορείς Κοινωνικής Οικονομίας έχουν τη δυνατότητα εγγραφής στο Ειδικό Μητρώο άλλων Φορέων Κοινωνικής Οικονομίας και με αυτόν τον τρόπο δυνατότητα χρηματοδότησης από το Εθνικό Ταμείο Επιχειρηματικότητας και Ανάπτυξης και ένταξης στον ν. 3908/2011 σχετικά με την «ενίσχυση Ιδιωτικών Επενδύσεων για την Οικονομική Ανάπτυξη, την Επιχειρηματικότητα και την Περιφερειακή Συνοχή» (Άρθρο 14§1β).
Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στους κοινωνικούς συνεταιρισμούς περιορισμένης ευθύνης, οι οποίοι θεσμοθετήθηκαν με το ν. 2716/1999 του Υπουργείου Υγείας ως Ν.Π.Ι.Δ. με περιορισμένη ευθύνη των μελών τους. Ο νόμος 4019/2011 προβλέπει γι’ αυτούς ότι: «… θεωρούνται αυτοδικαίως Κοινωνικές Συνεταιριστικές Επιχειρήσεις Ένταξης και υπάγονται στις διατάξεις του Νόμου» (άρ.2§2α), «… μπορούν να εντάσσονται σε προγράμματα στήριξης της επιχειρηματικότητας, σε προγράμματα του Ο.Α.Ε.Δ. για τη στήριξη της εργασίας και στις κάθε είδους ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης» (άρ. 10) και ότι οι εργαζόμενοι στις Κοι.Σ.Π.Ε. που ανήκουν στις Ευάλωτες Ομάδες Πληθυσμού και λαμβάνουν επίδομα πρόνοιας ή επιδόματα επανένταξης ή οποιασδήποτε μορφής νοσήλιο ή παροχή, συνεχίζουν να εισπράττουν τις παροχές αυτές ταυτόχρονα με την αμοιβή τους από την Κοιν.Σ.Επ. (άρ.10§1).
Τέλος, με το άρ. 15 του ν. 4019/2011 καθορίζεται και συντονιστικός φορέας πολιτικών ανάπτυξης της Κοινωνικής Οικονομίας, η Ειδική Υπηρεσία για την κοινωνική ένταξη και την κοινωνική οικονομία, η οποία υπάγεται στο Υπουργείο Εργασίας.
Β.2.7 Ενδεικτική νομοθεσία σχετική με την προσβασιμότητα στους εργασιακούς χώρους
Ο Νόμος Ν. 3304/2005 και το Π.Δ. 16/1996 (ΦΕΚ 10Α/ 18.1.1996), στα οποία έχει ήδη γίνει αναφορά, περιλαμβάνουν αναφορές στην εξασφάλιση προσβασιμότητας στους εργασιακούς χώρους. Παρακάτω θα γίνει σύντομη αναφορά σε νομοθεσία που αφορά την προσβασιμότητα σε χώρους δημοσίου ενδιαφέροντος, χωρίς να περιορίζεται αποκλειστικά στους εργασιακούς χώρους.
Β.2.7.1 N. 4067/2012 (ΦΕΚ 79Α/09.04.2012) – Νέος Οικοδομικός Κανονισμός
Σε αυτόν τον Νόμο δίνεται ο ορισμός της έννοιας της προσβασιμότητας ενώ στα άρθρα 26 και 27 γίνεται εκτενής αναφορά στις προδιαγραφές που πρέπει να ακολουθούνται στον σχεδιασμό του δομημένου περιβάλλοντος ώστε να εξασφαλίζεται η πρόσβαση σε εμποδιζόμενα άτομα. Πιο συγκεκριμένα, ορίζεται ότι επιβάλλεται να εξασφαλίζεται η οριζόντια και κατακόρυφη αυτόνομη και ασφαλής προσπέλαση από άτομα με αναπηρία ή εμποδιζόμενα άτομα και η εξυπηρέτηση αυτών σε όλους τους εξωτερικούς και εσωτερικούς χώρους των νέων κτιρίων σύμφωνα με τις Οδηγίες Σχεδιασμού του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής «Σχεδιάζοντας για Όλους», όπως αυτές τροποποιούνται και ισχύουν κάθε φορά και γίνεται συγκεκριμένη αναφορά σε επιμέρους προδιαγραφές. Ακόμη, γίνεται αναφορά στην υποχρέωση εξασφάλισης προσβασιμότητας σε υφιστάμενα κτίρια δημοσίου ενδιαφέροντος μέσω επεμβάσεων που θα πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί μέχρι το 2020. Σε περίπτωση παρέλθει αυτό το χρονικό όριο, τα συγκεκριμένα κτίρια θα θεωρούνται αυθαίρετα. Τέλος, ορίζονται οι εξαιρέσεις στην εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων.
Β.2.7.2 Ν. 4030/2011 (ΦΕΚ 249Α/25.11.2011) – Νέος τρόπος έκδοσης αδειών δόμησης, ελέγχου κατασκευών και λοιπές διατάξεις
Στο άρθρο 3 ‘Δικαιολογητικά στοιχεία και μελέτες’, παρ.2β σημειώνεται ότι «Για την έκδοση άδειας δόμησης υποβάλλονται η έγκριση δόμησης και τα ακόλουθα δικαιολογητικά και μελέτες, όπου απαιτούνται σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία:…… β) Αρχιτεκτονική μελέτη, στην οποία εμπεριέχεται η
μελέτη παθητικής πυροπροστασίας και η μελέτη προσβασιμότητας για άτομα με αναπηρία όπου απαιτείται».
Β.2.7.3 Εγκύκλιος ΑΜΕΑ ΥΠΕΚΑ Α.Π.οικ 42382/16.07.2013 – Διευκρινίσεις για την εφαρμογή του άρθρου 26 του Νέου Οικοδομικού Κανονισμού (Ν.4067/2012) που αφορά στις ειδικές ρυθμίσεις για την προσβασιμότητα ΑμεΑ/ εμποδιζόμενων ατόμων
Διευκρινίζονται τα πεδία εφαρμογής του Νέου Οικοδομικού Κανονισμού καθώς και η νομοθεσία που σχετίζεται άμεσα με την υλοποίηση μελετών προσβασιμότητας.
Β.2.7.4 Εγκύκλιος 9 ΥΠΕΚΑ Α.Π. οικ. 29467/13.06.2012 – Διευκρινίσεις για την υποβολή μελέτης προσβασιμότητας για ΑμεΑ η οποία απαιτείται να εμπεριέχεται στις μελέτες που θα υποβάλλονται κατά την εφαρμογή του Νέου Οικοδομικού Κανονισμού Ν.4067 (ΦΕΚ 79/Α/2012)
Ορίζεται ότι η μελέτη προσβασιμότητας «θα πρέπει να περιλαμβάνει την επίλυση των λειτουργικών, τεχνικών και μορφολογικών αντικειμένων του έργου, ώστε να διασφαλίζεται η οριζόντια και κατακόρυφη, ανεμπόδιστη, αυτόνομη και ασφαλής διακίνηση ατόμων σε αναπηρικό αμαξίδιο και γενικότερα ατόμων με αναπηρία ή / και εμποδιζόμενων ατόμων κάθε κατηγορίας στο έργο». Ακόμη, ορίζονται τα επιμέρους στοιχεία που απαιτείται να περιλαμβάνονται στις μελέτες προσβασιμότητας.
B.2.8 Μερικότερες ρυθμίσεις
Ορισμένα ειδικά θέματα ρυθμίζονται από:
- το άρ. 5 του ν. 3846/2010 «εγγυήσεις για την εργασιακή ασφάλεια και άλλες διατάξεις», για τη μετατροπή της κανονικής εργασίας σε τηλεργασία, την παροχή ενημέρωσης από τον εργοδότη στον εργαζόμενο για την εργασία κ.λπ. (βλ. και Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας του 2006-7, η οποία εισήγαγε την τηλεργασία, βάσει της ευρωπαϊκής συμφωνίας πλαισίου για την τηλεργασία).
- το άρ. 39§4 του ν. 3794/2009 «Ρύθμιση θεμάτων του πανεπιστημιακού και τεχνολογικού τομέα της ανώτατης εκπαίδευσης και άλλες διατάξεις», για την πρόσληψη εκπαιδευτικών με αναπηρία.
- ο ν. 3648/2008 «Ρυθμίσεις θεμάτων αναπήρων πολέμου, προσωπικού του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας και άλλες διατάξεις», για τον ορισμό των ΑμεΑ με ποσοστό αναπηρίας άνω του 67% ως δικαιούχων εκμετάλλευσης αδειών περιπτέρου.
- το άρ. 7 του ν. 3528/2007 «Κύρωση του Κώδικα κατάστασης Δημόσιων, Πολιτικών και Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.», για την κατάργηση της αρτιμέλειας ως κριτηρίου διορισμού.
- το άρ. 8 του ν. 3174/2003 «Μερική απασχόληση και υπηρεσίες κοινωνικού χαρακτήρα», για τη μη υποχρέωση εγγραφής στα μητρώα ανέργων όσων ατόμων με αναπηρίες είτε προσλαμβάνονται από Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, μερικής απασχόλησης, κατά τις διατάξεις του αυτού νόμου είτε έχουν τοποθετηθεί σε θέσεις εργασίας με βάση το πρόγραμμα επιχορήγησης Νέων Θέσεων Εργασίας Ατόμων με Αναπηρίες, προκειμένου να υπαχθούν στις διατάξεις του άρθρου 2 του Ν. 2643/1998.
- το άρ. 17 του ν. 2646/1998 «Ανάπτυξη του Εθνικού Συστήματος Κοινωνικής Φροντίδας και άλλες διατάξεις», για τη θέση σε λειτουργία Ειδικών Προγραμμάτων στο πλαίσιο του Εθνικού Προγράμματος για τα Άτομα με Ειδικές Ανάγκες, μεταξύ των οποίων ανήκουν και τα προστατευμένα εργαστήρια (μορφή προστατευμένης απασχόλησης).
- το άρ. 16§4 του ν. 2527/1997 «Τροποποίηση και συμπλήρωση διατάξεων του Ν. 2190/1994 και άλλες διατάξεις», για τη μείωση του ωραρίου εργασίας των υπαλλήλων με τέκνα ΑμεΑ.
- το άρ. 14 του ν. 2335/1995 «Συγχώνευση του κλάδου σύνταξης του Ταμείου Επικουρικής Ασφαλίσεως Προσωπικού Eταιριών Λιπασμάτων (Τ.Ε.Α. – Π.Ε.Λ.) στον Τομέα Επικουρικής Ασφαλίσεως Μισθωτών που λειτουργεί στο Ι.Κ.Α. (Ι.Κ.Α. – Τ.Ε.Α.Μ.) και ρύθμιση άλλων θεμάτων κοινωνικής ασφάλισης», για το επίδομα που υποχρεούνται να καταβάλλουν στους έμμισθους τυφλούς δικηγόρους Κοινωφελή ιδρύματα, τράπεζες, οργανισμοί, επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας (Ο.Τ.Ε., Δ.Ε.Η., κ.λπ.) και γενικά νομικά πρόσωπα του δημόσιου τομέα ή του ευρύτερου δημόσιου, καθώς και του ιδιωτικού τομέα.
- τα άρ. 13 επ. του ν. 1836/1989 «Προώθηση της απασχόλησης και της επαγγελματικής κατάρτισης και άλλες διατάξεις», για την κατάρτιση και απασχόληση των ατόμων με αναπηρίες.
Τέλος, για τους ιατρούς που εντάσσονται στην κατηγορία των ατόμων με αναπηρία, ο νόμος προβλέπει συγκεκριμένες διευκολύνσεις. Αυτές αφορούν τόσο την υπηρεσία που υποχρεούνται να εκτελέσουν στην ύπαιθρο, όσο και την ειδικότητα την οποία αποκτούν. Τις πρώτες ρυθμίζουν οι διατάξεις των άρθρων 23§5, 9§1 και 20§11 των νόμων 2071/1992, 2194/1994 και 2519/1997, αντίστοιχα, ενώ τις δεύτερες ρυθμίζουν οι διατάξεις των άρθρων 82§3 και 20§11 των νόμων 2071/1992 και 2519/1997, αντίστοιχα.
Σύμφωνα με αυτές, λοιπόν, ιατροί που πάσχουν από συγκεκριμένες ασθένειες απαλλάσσονται από την υποχρέωση υπηρεσίας στην ύπαιθρο, έτσι όπως τίθεται στο Ν.Δ. 67/1968. Συγκεκριμένα, οι ασθένειες οι οποίες απαλλάσσονται είναι: η μεσογειακή αναιμία (πλην ετεροζυγωτών), η ομόζυγο β-μεσογειακή αναιμία, η κληρονομική σφαιροκυττάρωση, η δρεπανοκυτταρική ή μικροδρεπανοκυτταρική νόσος, η αιμορροφιλία, η λευχαιμία, η σκλήρυνση κατά πλάκας, η νεφροπάθεια και ο καρκίνος, ενώ η παραπληγία και η χρόνια νεφρική ανεπάρκεια απαλλάσσονται μόνον εάν οι ασθενείς υποβάλλονται σε αιμοκάθαρση. Επιπλέον, δε φέρουν την περί ου ο λόγος υποχρέωση οι ιατροί που έχουν κριθεί από τις αντίστοιχες υγειονομικές επιτροπές και παρουσιάζουν αναπηρία άνω του 67%.
Όσον αφορά την απόκτηση ειδικότητας, προβλέπεται η δυνατότητα τοποθέτησης των ιατρών που πάσχουν από λευχαιμία, σκλήρυνση κατά πλάκας, νεφροπάθεια ή καρκίνο σε άλλη ειδικότητα, εάν δεν μπορούν, λόγω της ασθένειας αυτής, να συνεχίσουν την ειδικότητά τους. Η διαπίστωση γίνεται από τις υγειονομικές επιτροπές των άρ. 10 επ. του Π.Δ. 611/1977 και στην περίπτωση αυτή υπογράφεται νέα σύμβαση διάρκειας ίσης με τον απαιτούμενο χρόνο για την απόκτηση της νέας ειδικότητας. Η αποζημίωση καταβάλλεται κανονικά, κατ’ εξαίρεση των οριζομένων στο άρθρο 1§4 του ν. 123/1975. Επιπλέον, για τους ιατρούς που πάσχουν από ομόζυγο β-μεσογειακή αναιμία, ή δρεπανοκυτταρική ή μικροδρεπανοκυτταρική νόσο, ή αιμορροφιλία, ή λευχαιμία, ή σκλήρυνση κατά πλάκας, η νεφροπάθεια προβλέπεται η δυνατότητα πρόσληψης για ειδίκευση ως υπεράριθμων στο νοσοκομείο ή την κλινική της επιλογής τους.
Πηγές
Τμήμα Α
- Αδάμ Σ. (2014). Οδηγός Δημιουργίας Κοινωνικών Επιχειρήσεων. Θεσσαλονίκη: ‘Ίδρυμα Χάινριχ Μπελ Ελλάδας.
- Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2010). ‘Ευρωπαϊκή Στρατηγική για την αναπηρία 2010-2020: Ανανέωση της δέσμευσης για μια Ευρώπη χωρίς εμπόδια’. Πρόσβαση 14 Μαρτίου 2016 στο http://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/PDF/?uri=CELEX:52010DC0636&from=EL
- Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2000). Οδηγία 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, για τη διαμόρϕωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία. Επίσημη Εϕημερίδα αριθ. L 303 της 02/12/2000 σ. 0016 0022.
- Λογαράς, Δ. (2013). Εργασία- Απασχόληση και Αναπηρία, Συνδικαλιστική Εκπαίδευση Στελεχών Αναπηρικού Κινήματος. Αθήνα: Ε.Σ.ΑμεΑ
- Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2014). ‘Ευρώπη 2020 : η στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ανάπτυξη και την απασχόληση ‘. Πρόσβαση 12 Μαρτίου 2016 στο http://ec.europa.eu/europe2020/europe-2020-in-a-nutshell/index_el.htm .
- Συνήγορος του Πολίτη (2005). «Ειδική έκθεση (Ν. 3094/2003 “Συνήγορος του Πολίτη και άλλες διατάξεις”, Άρθρο 3 § 5) Ο νόμος 2643/1998 Πρόσβαση στην απασχόληση και κοινωνική ένταξη ΑμεΑ, πολυτέκνων, αγωνιστών εθνικής αντίστασης και αναπήρων και θυμάτων πολέμου».
- Υπουργείο Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας. ‘Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο για την Κοινωνική Ένταξης’. Αθήνα 2014. Πρόσβαση 14 Μαρτίου 2016 στο http://www.ypakp.gr/uploads/docs/7695.pdf
Τμήμα Β
Βιβλιογραφικές:
Ο νόμος 2643/1998 – Πρόσβαση στην απασχόληση και κοινωνική ένταξη ΑμεΑ, πολυτέκνων, αγωνιστών εθνικής αντίστασης και ανάπηρων θυμάτων πολέμου, Ειδική Έκθεση του Συνηγόρου του Πολίτη, 2005
Οδηγός του Πολίτη με Αναπηρία, Υπουργείο Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Έργο του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Πολιτεία», Υποπρόγραμμα 1 «Εξυπηρέτηση Πολιτών και Επιχειρήσεων» 2007
Άρθρο «Η απαγόρευση των διακρίσεων λόγω αναπηρίας: Οδηγία 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία», Μπαρτζελιώτης Κ., 2009
Εργασία – Απασχόληση και Αναπηρία, Λογαράς Δ., Εθνική Συνομοσπονδία Ατόμων με Αναπηρία, 2013
Σχεδιασμός πολιτικής σε θέματα αναπηρίας – Εγχειρίδιο εκπαιδευομένου, Εθνική Συνομοσπονδία Ατόμων με Αναπηρία, 2014
Εργατικό Δίκαιο – Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, Ζερδελής Δ., 2014
Σύνοψη της μελέτης συμβατότητας της ελληνικής νομοθεσίας με τη Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία, Κοντιάδης Ξ. – Μουσμούτη Μαρία, Εθνική Συνομοσπονδία Ατόμων με Αναπηρία, 2014
Εργατικό Δίκαιο – Ατομικές εργασιακές σχέσεις και το Δίκαιο ευελιξίας της εργασίας, Κουκκιάδης Ι., 2014
[1] Έτσι και η αμερικάνικη νομολογία. Η Americans with Disabilities Act, βέβαια, καλύπτει ευθέως και αυτές τις περιπτώσεις.